θρέπτρα: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θρέπτρα]], ἡ (Α)<br />[[τροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θρεπτήρ]] [[αντί]] [[θρέπτειρα]]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρέπτρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> η [[αμοιβή]] που έδιναν οι γονείς για την [[ανατροφή]] τών παιδιών τους<br /><b>2.</b> η [[ανταμοιβή]] τών γονέων από τα [[παιδιά]] τους για την [[ανατροφή]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[θρέπτρα]], ἡ (Α)<br />[[τροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θρεπτήρ]] [[αντί]] [[θρέπτειρα]]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρέπτρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> η [[αμοιβή]] που έδιναν οι γονείς για την [[ανατροφή]] τών παιδιών τους<br /><b>2.</b> η [[ανταμοιβή]] τών γονέων από τα [[παιδιά]] τους για την [[ανατροφή]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] ([[πρβλ]]. [[δίδακτρα]], [[εύρετρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
English (LSJ)
(A), τά,= A θρεπτήριος 111.2, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478, 17.302; θρέπτα is dub. in Epigr.Gr.442.4 (ii A.D.), Q.S.11.89, Hsch.
θρέπ-τρα (B), ἡ,= θρέπτειρα, A a nurse, CIG(add.)4300d (Antiphellos).
German (Pape)
[Seite 1217] τά, = θρεπτήρια 1 b, Erziehungslohn, Il. 17. 303. 4, 478; Zenodot schrieb ohne ρ, θρέπτα oder θρεπτά, s. Scholl. Aristonic. – Auch sp. D., wie Qu. Sm. 11, 89.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
c. θρεπτήρια.
English (Autenrieth)
(=θρεπτήρια, τρέφω): return for rearing; οὐδὲ τοκεῦσιν θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκεν, ‘nor did he recompense his parents for their tender care’ (since his life was cut short), Il. 4.478 and Il. 17.302.
Greek Monolingual
(I)
θρέπτρα, ἡ (Α)
τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θρεπτήρ αντί θρέπτειρα].
(II)
θρέπτρα, τὰ (Α)
1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους
2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. δίδακτρα, εύρετρα)].
Greek Monotonic
θρέπτρα: τά (τρέφω), οι ανταμοιβές που γίνονται από τα παιδιά προς στους γονείς για τη ανατροφή τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θρέπτρα: τά долг взрослых детей родителям, отплата за воспитание, т. е. содержание престарелых родителей (τοκεῦσιν θ. ἀποδιδόναι Hom.).
Middle Liddell
θρέπτρα, τά, τρέφω
the returns made by children to their parents for their rearing, Il.