πολυφόρος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για γη, [[τόπο]], [[δένδρο]], [[φυτό]]) αυτός που αποφέρει [[πολλά]], [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]], [[πολύκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δυνατό [[κρασί]]) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ [[νερό]], να νοθευθεί με [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ο [[υπαίτιος]] για πολλές καταστάσεις («[[χρόνος]]... πονηρίας [[πολυφόρος]]», <b>Ιώσ.</b>)<br />β) αυτός που προκαλεί [[πολλά]] [[κακά]], πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για γη, [[τόπο]], [[δένδρο]], [[φυτό]]) αυτός που αποφέρει [[πολλά]], [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]], [[πολύκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δυνατό [[κρασί]]) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ [[νερό]], να νοθευθεί με [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ο [[υπαίτιος]] για πολλές καταστάσεις («[[χρόνος]]... πονηρίας [[πολυφόρος]]», <b>Ιώσ.</b>)<br />β) αυτός που προκαλεί [[πολλά]] [[κακά]], πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[τελεσφόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:15, 25 August 2021
English (LSJ)
ον (parox.), A bearing much, productive, prolific, π. καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. -ώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2. 2 metaph., χρόνος π. πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν -ώτατον Ph. 1.361. II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.
German (Pape)
[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.
Greek (Liddell-Scott)
πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος
αρχ.
1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού
2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)
β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσφόρος.
Greek Monotonic
πολῠφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που υπομένει πολλά
II. αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με πολύ νερό, λέγεται για δυνατό κρασί, μεταφ., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολυφόρος:
1) приносящий многое, весьма производительный (ἡ πόλις Plat.);
2) несущий много превратностей (δαίμων Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.
Middle Liddell
πολῠ-φόρος, ον, φέρω
I. bearing much, Plat.
II. that will bear much water, of strong wine: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.