ἀκριβόω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(ῶ: 1st aorist ἠκρίβωσα); ([[ἀκριβής]]);<br /><b class="num">1.</b> in [[secular]] writings, to [[know]] [[accurately]], to do [[exactly]].<br /><b class="num">2.</b> to [[investigate]] [[diligently]]: [[ἀκριβῶς]] ἐξετάζειν, [[Aristotle]], gen. anim. 5,1; [[Philo]], m. opif. § 25 [[μετά]] πάσης ἐξετάσεως ἀκριβοῦντες. (Al. to [[learn]] [[exactly]], [[ascertain]]; cf. Fritzsche or Meyer on Matthew , as [[above]].)
|txtha=(ῶ: 1st aorist ἠκρίβωσα); ([[ἀκριβής]]);<br /><b class="num">1.</b> in [[secular]] writings, to [[know]] [[accurately]], to do [[exactly]].<br /><b class="num">2.</b> to [[investigate]] [[diligently]]: [[ἀκριβῶς]] ἐξετάζειν, [[Aristotle]], gen. anim. 5,1; [[Philo]], m. opif. § 25 [[μετά]] πάσης ἐξετάσεως ἀκριβοῦντες. (Al. to [[learn]] [[exactly]], [[ascertain]]; cf. Fritzsche or Meyer on Matthew, as [[above]].)
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:18, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβόω Medium diacritics: ἀκριβόω Low diacritics: ακριβόω Capitals: ΑΚΡΙΒΟΩ
Transliteration A: akribóō Transliteration B: akriboō Transliteration C: akrivoo Beta Code: a)kribo/w

English (LSJ)

fut. -ώσω, A make exact or accurate, E.Hipp.469; ἀ. τάδε to be perfect in bearing these hardships, X.Cyr.2.3.13; arrange precisely, Ar.Ec.274:—Pass., to be exact or perfect, Ar.Ra.1483; ἠκριβῶσθαι πρὸς πᾶσαν ἀρετήν Arist.Pol.1279b1.—Later in Med., J.AJ17.2.2, Eust.1799.33, etc. 2 investigate accurately, understand thoroughly, οἱ τάδ' ἠκριβωκότες E.Hec.1192, cf. X.Cyr.2.2.9; τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; are you sure of . .? Pl.Chrm.156a; inquire carefully of, τὸν χρόνον Ev.Matt.2.7:—Pass., Vett.Val.265.3. 3 describe accurately, τι Phld.Lib.p.47 O. 4 abs., to be exact, ἡ φύσις οὐκ ἀκριβοῖ Arist.GA778a6; [ὁ ἄνθρωπος] κατὰ τὴν ἁφὴν διαφερόντως ἀκριβοῖ Id.de An.421a22; ἀ. περί τι GA780b26.

German (Pape)

[Seite 81] 1) genau kennen, τοὔνομα Plat. Charm. 156 a; Xen. Mem. 4, 2, 10; öfter bei den Rednern u. Sp.; passiv., Plut. Num. 12; Luc. merc. cond. 4. – 2) genau, vollkommen machen, στέγην Eur. Hipp. 468; πώγωνας Ar. Eccl. 274; ἠκριβῶσθαι πρὸς πᾶσαν ἀρετήν, in jeder Tugend vollkommen, Arist. Pol. 3, 5; bes. genau untersuchen, περί τι, Arist. gen. an. 5, 1; περί τινος, N. T.; ήκρίβωσεν παρ' αὐτῶν τὸν χρόνον Matth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβόω: μέλλ. -ώσω, ποιῶ τι μετ’ ἐντελοῦς ἀκριβείας, Εὐρ. Ἱππ. 469· ἀκρ. τάδε, εἶναί τινα τέλειον ἐν τῷ ὑπομένειν τὰ δεινὰ ταῦτα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 13· τακτοποιῶ ἐν ἀκριβείᾳ καὶ λεπτομερείᾳ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 274.: - Παθ., εἶμαι ἀκριβὴς ἢ τέλειος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1483· ἠκριβῶσθαι πρὸς πάσαν ἀρετήν, Ἀριστ. Πολ. 3. 7, 4. Τὸ μεσ. εἶναι μεταγεν. ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 2, 3, Εὐσ. 1799. 33, κτλ.· ἀλλ. ἴδε διακριβόω. 2) ἐρευνῶ ἀκριβῶς, ἐννοῶ ἐντελῶς τι· οἱ τάδϳ ἠκριβωκότες, Εὐρ. Ἑκ. 1192, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2, 2, 9· τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; εἶσαι βέβαιος περὶ τοῦ...; Πλάτ. Χαρμ. 156Α. 3) ἀπολ., εἶμαι ἀκριβής, ἀνταποκρίνομαι ἀκριβῶς πρὸς... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 9· ἀκρ. περί τι, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 5. 1. 36, πρβλ. 4. 10, 10, περὶ Ψυχ. 2. 9, 2· - πρβλ. δι-, ἐξακριβόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀκριβώσω, ao. ἠκρίβωσα, pf. ἠκρίβωκα;
1 faire exactement, mener à bonne fin : τι qch ; τὰς τάξεις XÉN garder exactement les rangs ; πάντα XÉN supporter avec constance toutes les fatigues;
2 savoir exactement.
Étymologie: ἀκριβής.

Spanish (DGE)

(ἀκρῑβόω) • Alolema(s): contr. -ῶ
I 1decir exactamente, estar seguro de τάδ' E.Hec.1192
describir exactamente πᾶν εἶδος Phld.Lib.7b.9, v. med. τάδε ἀκριβώσομαι I.AI 17.28.
2 conocer exactamente, tener certeza de πάντα τὰ παρὰ σοῦ X.Cyr.2.2.9, τοὔνομα Pl.Chrm.156a, ἠκρίβωσεν παρ' αὐτῶν τὸν χρόνον se enteró por ellos de cuándo (había aparecido la estrella) Eu.Matt.2.7
distinguir con precisión περὶ τὰς διαφορὰς τῶν χρωμάτων Arist.GA 780b26.
II 1construir con perfección, formar con precisión στέγην E.Hipp.469, de una obra de arte εὖ σμίλῃσιν ἠκριβωμένην Call.Fr.202.66
abs. ser exacto, preciso ἡ φύσις οὐκ ἀκριβοῖ Arist.GA 778a6, τῇ λέξει καὶ τοῖς ἤθεσιν Arist.Po.1450a36
v. med.-pas. ser exacto, perfecto ξύνεσις Ar.Ra.1483, ἠκριβῶσθαι πρὸς πᾶσαν ἀρετήν Arist.Pol.1279b1, ἡ σεμνότης ... πρὸς τὸ ἀκρότατον ... ἀκριβωθεῖσα Gr.Nyss.Virg.338.16.
2 milit. llevar con precisión, mantener disciplinadamente τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.26, τὸ κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ λόχον ἀκριβωθέν Plb.10.24.7
fig. soportar sciplinadamente ταῦτα X.Cyr.2.3.13.
III adv. del part. perf. v. ἠκριβωμένως

English (Strong)

from the same as ἀκριβέστατος; to be exact, i.e. ascertain: enquire diligently.

English (Thayer)

(ῶ: 1st aorist ἠκρίβωσα); (ἀκριβής);
1. in secular writings, to know accurately, to do exactly.
2. to investigate diligently: ἀκριβῶς ἐξετάζειν, Aristotle, gen. anim. 5,1; Philo, m. opif. § 25 μετά πάσης ἐξετάσεως ἀκριβοῦντες. (Al. to learn exactly, ascertain; cf. Fritzsche or Meyer on Matthew, as above.)

Greek Monotonic

ἀκρῑβόω: μέλ. -ώσω (ἀκρῑβής),
1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, σε Ευρ.· ἀκρ. τάδε, είμαι τέλειος στο να υπομένω τέτοιου είδους κακουχίες ή βάσανα, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή γίνομαι τέλειος, σε Αριστοφ.
2. διερευνώ με ακρίβεια, αντιλαμβάνω, κατανοώ πλήρως, οἱ τάδ' ἠκριβωκότες, σε Ευρ.· τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; είσαι βέβαιος για το όνομά μου; σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβόω:
1) точно знать (τι Plat., Xen.): οἱ τάδ᾽ ἠκριβωκότες Eur. знатоки этого дела;
2) обстоятельно излагать: ταῦτα ἐν τοῖς περὶ Καμίλλου μᾶλλον ἀκριβοῦται Plut. это более подробно изложено в рассказе о Камилле;
3) выстраивать в строгом порядке, строго выравнивать (τὰς τάξεις Xen.; στέγην Eur.);
4) прилаживать (τοὺς πώγωνας Arph.);
5) точно выполнять: ἀ. πάντα τὰ παρά τινος Xen. точно выполнять все данные кем-л. распоряжения;
6) тщательно исследовать (περί τι Arst. и περί τινος NT);
7) делать совершенным (ξύνεσις ἠκριβωμένη Arph.): ἠκριβῶσθαι πρός τι Arst. достигнуть совершенства в чем-л.;
8) точно соответствовать (περί τι Arst.);
9) обладать совершенством: κατὰ τὴν ἁφὴν τῶν ἄλλων ἀ. Arst. превосходить других тонкостью осязания.

Middle Liddell

ἀκριβής
1. to make exact or accurate, Eur.; ἀκρ. τάδε to be perfect in bearing these hardships, Xen.:—Pass. to be or become perfect, Ar.
2. to investigate accurately, to understand thoroughly, οἱ τάδ' ἠκριβωκότες Eur.; τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; are you sure of my name? Plat.

Chinese

原文音譯:¢kribÒw 阿克里波哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使成為)正確
字義溯源:要正確,仔細查問,正確查問,謹慎查詢,細問;源自 (ἀκριβέστατος)=最正確;而 (ἀκριβέστατος)出自(ἄκρον)*=極度)。參讀 (ἀκρίβεια)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 仔細查問(1) 太2:16;
2) 細問(1) 太2:7