καμμονίη: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καμμονίη''': Ἐπικ. ἀντὶ [[καταμονή]], ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «ἡ ἐκ καταμονῆς [[νίκη]]», εἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεὺς]] δώῃ καμμονίην Ἰλ. Χ. 257, πρβλ. Ψ. 661, Ἀνθ. Πλαν. 4. 221.
|lstext='''καμμονίη''': Ἐπικ. ἀντὶ [[καταμονή]], ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «ἡ ἐκ καταμονῆς [[νίκη]]», εἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεύς|Ζεὺς]] δώῃ καμμονίην Ἰλ. Χ. 257, πρβλ. Ψ. 661, Ἀνθ. Πλαν. 4. 221.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμμονίη]], ἡ (Α)<br />(επικ. τ. [[αντί]] [[καταμονή]]) η [[επιμονή]] στη [[μάχη]] και η [[νίκη]] που προέρχεται από την [[επιμονή]] αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεὺς]] δώῃ καμμονίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[καταμονίη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατάμονος]] <span style="color: red;"><</span> [[καταμένω]]), με αιολ. [[αποκοπή]] της προθέσεως ([[κατά]]) και [[αφομοίωση]] ([[ήτοι]]: [[καταμονίη]] > <i>κατμονίη</i> > [[καμμονίη]]<br />[[πρβλ]]. και [[καταβάλλω]] > <i>κατβάλλω</i> > [[καββάλλω]]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>καμμονή</i> ([[αντί]] του [[καταμονή]] <span style="color: red;"><</span> [[κατάμονος]]), με [[επίθημα]] -<i>ίᾱ</i> για μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[καμμονίη]], ἡ (Α)<br />(επικ. τ. [[αντί]] [[καταμονή]]) η [[επιμονή]] στη [[μάχη]] και η [[νίκη]] που προέρχεται από την [[επιμονή]] αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεύς|Ζεὺς]] δώῃ καμμονίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[καταμονίη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατάμονος]] <span style="color: red;"><</span> [[καταμένω]]), με αιολ. [[αποκοπή]] της προθέσεως ([[κατά]]) και [[αφομοίωση]] ([[ήτοι]]: [[καταμονίη]] > <i>κατμονίη</i> > [[καμμονίη]]<br />[[πρβλ]]. και [[καταβάλλω]] > <i>κατβάλλω</i> > [[καββάλλω]]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>καμμονή</i> ([[αντί]] του [[καταμονή]] <span style="color: red;"><</span> [[κατάμονος]]), με [[επίθημα]] -<i>ίᾱ</i> για μετρικούς λόγους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καμμονίη:''' ἡ обеспечивающая победу непоколебимость, победоносная стойкость, тж. победа: αἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεὺς]] [[δώῃ]] καμμονίην Hom. если Зевс дарует мне победу.
|elrutext='''καμμονίη:''' ἡ обеспечивающая победу непоколебимость, победоносная стойкость, тж. победа: αἴ κεν ἐμοὶ [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[δώῃ]] καμμονίην Hom. если Зевс дарует мне победу.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμμονίη Medium diacritics: καμμονίη Low diacritics: καμμονίη Capitals: ΚΑΜΜΟΝΙΗ
Transliteration A: kammoníē Transliteration B: kammoniē Transliteration C: kammonii Beta Code: kammoni/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. for καταμονή, A steadfastness, endurance (ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη Sch., cf. Plu.2.22c), steady courage, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Il.22.257, cf. 23.661, APl.4.221.4 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1317] ἡ, ep. = καταμονή, Ausdauer im Kampf u. der dadurch errungene Sieg; Il. 22, 257. 23, 661; Theaet. Schol. 4 (Plan. 221).

Greek (Liddell-Scott)

καμμονίη: Ἐπικ. ἀντὶ καταμονή, ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη», εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Ἰλ. Χ. 257, πρβλ. Ψ. 661, Ἀνθ. Πλαν. 4. 221.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
persévérance dans le combat ; victoire.
Étymologie: καταμένω.

English (Autenrieth)

(καταμένω): steadfastness, endurance (meaning the victory won thereby), Il. 22.257, Il. 23.661.

Greek Monolingual

καμμονίη, ἡ (Α)
(επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή της προθέσεως (κατά) και αφομοίωση (ήτοι: καταμονίη > κατμονίη > καμμονίη
πρβλ. και καταβάλλω > κατβάλλω > καββάλλω) είτε < καμμονή (αντί του καταμονή < κατάμονος), με επίθημα -ίᾱ για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

καμμονίη: ἡ, Επικ. αντί καταμονή, η ανταμοιβή της επιμονής, αντοχής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καμμονίη: ἡ обеспечивающая победу непоколебимость, победоносная стойкость, тж. победа: αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Hom. если Зевс дарует мне победу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμμονίη -ης, ἡ [καταμονή] volharding.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: perseverance, succesful defence (Χ 257, Ψ 661, APl.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - With Aeolic treatment of the preposition for *καταμονίη, either as abstract to κατάμονος (hell.) or with metrically conditioned change of suffix for *καμμονή = καταμονή (hell.); to καταμένειν. - Cf. κάμμορος.

Middle Liddell

καμμονίη, ἡ, [epic for καταμονή
the reward of endurance, Il.

Frisk Etymology German

καμμονίη: {kammoníē}
Grammar: f.
Meaning: Ausdauer, siegreiche Abwehr (Χ 257, Ψ 661, APl.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Etymology : Mit äolischer Behandlung der Präposition für *καταμονίη, u. zw. entweder als Abstraktbildung zu κατάμονος (hell.) oder mit metrisch bedingtem Suffixtausch für *καμμονή = καταμονή (hell.); zu καταμένειν. — Vgl. κάμμορος.
Page 1,772-773