θαλάμη: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θᾰλάμη:''' (ᾰμ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> логовище, нора (πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> pl. пещера (Τροφωνίου Eur.);<br /><b class="num">3)</b> pl. ущелья (Ὀλύμπου Eur.);<br /><b class="num">4)</b> pl. место погребения, могила (Καπανέως Eur.);<br /><b class="num">5)</b> анат. полость, желудочек (αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> pl. поры (τῶν σπόγγων Arst.);<br /><b class="num">7)</b> pl. (в сотах) ячейки (κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.);<br /><b class="num">8)</b> комната, помещение (ἐκ τῆς θαλάμης [[προελθεῖν]] Luc.). | |elrutext='''θᾰλάμη:''' (ᾰμ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[логовище]], [[нора]] (πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> pl. пещера (Τροφωνίου Eur.);<br /><b class="num">3)</b> pl. ущелья (Ὀλύμπου Eur.);<br /><b class="num">4)</b> pl. место погребения, могила (Καπανέως Eur.);<br /><b class="num">5)</b> анат. полость, желудочек (αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> pl. поры (τῶν σπόγγων Arst.);<br /><b class="num">7)</b> pl. (в сотах) ячейки (κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.);<br /><b class="num">8)</b> [[комната]], [[помещение]] (ἐκ τῆς θαλάμης [[προελθεῖν]] Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θᾰ˘λάμη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[lurking]]-[[place]], den, [[hole]], [[cave]], Od., Eur.; of the [[grave]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[θάλαμος]] III, Luc. | |mdlsjtxt=θᾰ˘λάμη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[lurking]]-[[place]], den, [[hole]], [[cave]], Od., Eur.; of the [[grave]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[θάλαμος]] III, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A lurkingplace, den, lair, πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od.5.432, cf.Arist.HA 599b15, Numen. ap. Ath.7.315b; of the σωλήν and polypus, Arist.HA 535a17, 549b32; of the nest of the fish φωλίς, ib.621b9; of the Theban dragon's den, E.Ph.931 (pl.); of the cave of Trophonius, Id.Ion 394 (pl.); of the grave, Id.Supp.980 (anap., pl.); of the hive or nest of bees, in plural, AP6.239 (Apollonid.), 9.404 (Antiphil.); cj. in E.Ba.561 (v. θάλαμος ΙΙ). 2 of cavities in the body, Hp.de Arte 10(pl.); ventricle of the heart, Arist.Somn.Vig.458a17; of the pores of sponges, Id.HA548a28; the nostrils, Poll.2.79; αὕτη τῶν κοιλιῶν ἡ οἷον θ. of the (Galenic) optic thalamus, Gal.UP16.3; of recesses in the cranial bones, ib.11.3; of the eye-socket, Steph.in Hp.1.93D. II = θάλαμος III, Luc. Nav.2.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ (vgl. θάλαμος), Lager, Aufenthalt, Schlupfwinkel, bes. der Fische u. Wasserthiere, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 8, 3, 5 u. öfter; τὰς ἐμβυθίους θαλάμας δύνειν εἰώθασιν αἱ πίνναι Ath. III, 93 f. – Allgemeiner Eur. ὃς γᾶς ἐξέβα θαλαμῶν, Herc. Für. 807; ἐν ταῖς πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις Bacch. 561; θαλάμαις σφαγέντα Phoen. 938; sp. D., wie Nic. Al. 8; Luc. Navig. 2. – Nach Poll. 2, 79 sind αἱ θαλάμαι die Nasenhöh. lungen.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλάμη: ᾰ, ἡ, κοίτη, φωλεά, «τρῦπα», συνήθ. ἐπὶ ἰχθύων ζώντων ἐντὸς σπιλάδων, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Ὀδ. Ε. 432· καὶ οὕτω παρ’ Ἀριστ., ἐπὶ τοῦ σωλῆνος (κοιν. σουλίνας) 4. 8, 32· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, 9. 37, 21, πρβλ. 8. 15, 4, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ ἐν Θήβαις δράκοντος, Εὐρ. Φοιν. 931· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Τροφωνίου (ἐν τῷ πληθ.), ὁ αὐτ. Ἴωνι 394· ἐπὶ τάφου, ὁ αὐτ. Ἰκέτ. 980· ἐπὶ τῶν κυψελῶν τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 6. 239., 9. 404. 2) ἐπὶ κοιλοτήτων ἐντὸς τοῦ σώματος, ὁ θάλαμος ἢ ἡ κοιλία τῆς καρδίας, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3, 28· ― πληθ., αἱ κοτύλαι τῶν ἁρμῶν, Ἱππ. 6. 38· οἱ πόροι τῶν σπόγγων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 2· τὰ κοιλώματα τῆς ῥινός, οἱ ῥώθωνες, μυκτῆρες, μυξωτῆρες, Πολυδ. Β΄, 79. ΙΙ. = θάλαμος ΙΙΙ, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 abri ou gîte d’un animal;
2 chambre.
Étymologie: θάλαμος.
English (Autenrieth)
bed, hole, of an animal, Od. 5.432†.
Greek Monolingual
η (AM θαλάμη)
το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή του βλήματος
αρχ.
1. σπήλαιο, κοίλωμα του εδάφους
2. κοιλότητα του σώματος
3. (ουδ. πληθ.) αἱ θαλάμαι
τα ρουθούνια
4. θάλαμος στο πλοίο και ιδιαίτερα στο κατώτατο μέρος όπου εργάζονταν οι θαλαμίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θάλαμος με μεταβολή γένους].
Greek Monotonic
θᾰλάμη: [ᾰ], ἡ,
I. τόπος ενέδρας, τρύπα, φωλιά, σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τον τάφο, στον ίδ.·
II. θάλαμος III, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλάμη: (ᾰμ) ἡ
1) логовище, нора (πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.);
2) pl. пещера (Τροφωνίου Eur.);
3) pl. ущелья (Ὀλύμπου Eur.);
4) pl. место погребения, могила (Καπανέως Eur.);
5) анат. полость, желудочек (αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.);
6) pl. поры (τῶν σπόγγων Arst.);
7) pl. (в сотах) ячейки (κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.);
8) комната, помещение (ἐκ τῆς θαλάμης προελθεῖν Luc.).
Middle Liddell
θᾰ˘λάμη, ἡ,
I. a lurking-place, den, hole, cave, Od., Eur.; of the grave, Eur.
II. = θάλαμος III, Luc.