Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διεκπλέω:''' ион. [[διεκπλώω]]<br /><b class="num">1)</b> переплывать (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.);<br /><b class="num">2)</b> проплывать мимо (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выплывать на другую сторону (διεκπλώσας καὶ κάμψας τὸ [[ἀκρωτήριον]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ [[διδόναι]] Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων [[νεῶν]] Polyb.; [[εἴκοσι]] ναυσί Plut.).
|elrutext='''διεκπλέω:''' ион. [[διεκπλώω]]<br /><b class="num">1)</b> [[переплывать]] (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.);<br /><b class="num">2)</b> проплывать мимо (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выплывать на другую сторону (διεκπλώσας καὶ κάμψας τὸ [[ἀκρωτήριον]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ [[διδόναι]] Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων [[νεῶν]] Polyb.; [[εἴκοσι]] ναυσί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]] aor1 -έπλευσα ionic -[[πλώω]] aor1 -έπλωσα<br /><b class="num">I.</b> to [[sail]] out [[through]], c. acc., Hdt.: absol. to [[sail]] out, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> in [[naval]] [[tactics]], to [[break]] the [[enemy]]'s [[line]] by [[sailing]] [[through]] it, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]] aor1 -έπλευσα ionic -[[πλώω]] aor1 -έπλωσα<br /><b class="num">I.</b> to [[sail]] out [[through]], c. acc., Hdt.: absol. to [[sail]] out, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> in [[naval]] [[tactics]], to [[break]] the [[enemy]]'s [[line]] by [[sailing]] [[through]] it, Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπλέω Medium diacritics: διεκπλέω Low diacritics: διεκπλέω Capitals: ΔΙΕΚΠΛΕΩ
Transliteration A: diekpléō Transliteration B: diekpleō Transliteration C: diekpleo Beta Code: diekple/w

English (LSJ)

Ion. διεκ-πλώω, aor. -έπλωσα:—A sail out through, τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147; τὰς Κυανέας Id.4.89; τὴν διώρυχα Id.7.122; σχοίνους δυώδεκα Id.2.29; Ἡρακλέων στηλέων Id.4.42: abs., sail out, ib.43. II in naval tactics, break the enemy's line by sailing through it, so as to be able to charge their ships in flank or rear, Hdt.6.15, Th.1.50, 7.36, Sosyl.p.31 B., Plb.1.51.9.

German (Pape)

[Seite 618] (s. πλέω), durch- u. herausschiffen, durchsegeln; Ἑλλήσποντον Her. 7, 147; s. διεκπλώω. Bes. = mit den Schiffen durchbrechen, Thuc. 1, 50. 7, 36; Xen. Hell. 1, 6, 22; Pol. 1, 51, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -πλώω, ἀόρ. -έπλωσα· - ἐντελῶς διαπλέω, διέρχομαι πλέων, τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147· τὰς Κυανέας 4. 89· τὴν διώρυχα 7. 122· σχοίνους δυώδεκα 2. 29· ὡσαύτως, Ἡρακλέων στηλέων 4. 42· ἀπολ., ἐκπλέω, αὐτόθι 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν πλέων διὰ μέσου αὐτῆς ὥστε νὰ δύναμαι νὰ προσβάλλω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ ὄπισθεν, Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36· πρβλ. διέκπλους.

French (Bailly abrégé)

1 traverser en naviguant, acc. ou gén.;
2 se faire jour avec des vaisseaux à travers.
Étymologie: διά, ἐκπλέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. διεκπλώω Hdt.4.89, 7.122
1 cruzar, atravesar o franquear navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. διά y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.Ind.22.6
abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano Str.1.2.31
c. ac. ref. distancias recorrer σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς δεῖ τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce Hdt.2.29
c. ac. ref. ext. terrestres pasar, superar, dejar atrás navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.Ind.21.10.
2 en táct. naval romper las líneas enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.Alc.28, c. διά y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.Arist.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga App.BC 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.BC 5.119.

Greek Monolingual

(AM διεκπλέω) εκπλέω
διέρχομαι θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη, διαπλέω
αρχ.
1. εκπλέω
2. ναυτ. (για πολεμική τακτική) διασπώ την εχθρική γραμμή επιτιθέμενος στο μέσο της έτσι που να μπορώ να προσβάλλω τα εχθρικά πλοία από πίσω ή από τα πλάγια.

Greek Monotonic

διεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, αόρ. αʹ -έπλευσα, Ιων. -πλώω, αόρ. αʹ -έπλωσα·
I. διαπλέω εντελώς, πλέω έξω διαμέσου, με αιτ., σε Ηρόδ.· απόλ., διέρχομαι πλέοντας, στον ίδ.
II. στη ναυτική πολεμική γλώσσα, διασπώ τη γραμμή του εχθρού μέσω διάπλευσης ανάμεσά της, κάνω επίθεση με ταχύπλοα σκάφη, στον ίδ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεκπλέω: ион. διεκπλώω
1) переплывать (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.);
2) проплывать мимо (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.);
3) выплывать на другую сторону (διεκπλώσας καὶ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον Her.);
4) воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ διδόναι Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.; εἴκοσι ναυσί Plut.).

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι aor1 -έπλευσα ionic -πλώω aor1 -έπλωσα
I. to sail out through, c. acc., Hdt.: absol. to sail out, Hdt.
II. in naval tactics, to break the enemy's line by sailing through it, Hdt., Thuc.