δυσηλεγής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to ", ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer<b class="b2"> daniederstreckend, hart bettend</b>; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = [[schmerzlich]], [[unangenehm]]; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer[[ daniederstreckend]], [[hart bettend]]; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = [[schmerzlich]], [[unangenehm]]; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:29, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσηλεγής Medium diacritics: δυσηλεγής Low diacritics: δυσηλεγής Capitals: ΔΥΣΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: dysēlegḗs Transliteration B: dysēlegēs Transliteration C: dysilegis Beta Code: dushlegh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλγος, ἀλεγ-εινός) Homeric epithet of death and war, A bringing bitter grief, cruel, ruthless, θάνατος, πόλεμος, Od.22.325, Il.20.154; πηγάδες… δυσηλεγέες cruel frosts, Hes.Op.506; δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ Id.Th.652; also of men, πολῖται Thgn.795; γείτονες Max.87.

German (Pape)

[Seite 680] ές (λέγω, vgl. τανηλεγής), schwerdaniederstreckend, hart bettend; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = schmerzlich, unangenehm; πηγάδες Hes. O. 504; δεσμός, schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.

Greek (Liddell-Scott)

δυσηλεγής: -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, ἑπομένως, σκληρός, ἀνηλεής, δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ τανηλεγής, ἐκ τοῦ λέγω, κοιμίζω, βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ ἀπηλεγέως, ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ ἀλέγω, κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ ἄλγος = δυσαλγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dur, pénible, cruel.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος ; ou sel. d’autres δυσ-, ἀλέγω.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [formas no contr. Il.20.154, Od.22.325, Hes.Op.506; plu. dat. -έεσσιν Max.273]
cruel, duro de cosas y abstr. πόλεμος Il.l.c., θάνατος Od.l.c., h.Ap.367, πηγάδες ... δυσηλεγέες crueles escarchas Hes.l.c., δεσμός Hes.Th.652, tb. de pers. πολῖται Thgn.795, Mimn.7.1, γείτονες Max.87, cf. l.c.
horrible, desagradable λαιμός Nonn.D.4.373.

Greek Monolingual

δυσηλεγής, -ές (Α)
σκληρός, οδυνηρός, άσπλαχνος.

Greek Monotonic

δυσηλεγής: -ές (λέγω, αποκοιμίζω, πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό κρεβάτι, αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσηλεγής: жестокий, беспощадный, мучительный (θάνατος, πόλεμος Hom.; δεσμός, πηγάδες Hes.).

Middle Liddell

δυσ-ηλεγής, ές λέγω to lay asleep] [cf. τανηλεγής
laying one on a hard bed, of death, Hom., Hes.