ἀοίδιμος: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> chanté <i>ou</i> digne | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> chanté <i>ou</i> digne d'être chanté;<br /><b>2</b> obtenu au moyen d'un chant;<br /><b>3</b> décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ον,
A sung of, celebrated, famous in song or story, Hdt.2.79,135, Pi.P.8.59, etc.; προφάταν Id.Pae.6.6; from Pi. (Fr.76) downwds. a favourite epithet of Athens; ἀοίδιμον πόμα = a glorious draught, Id.N.3.79, etc.; ἀοίδιμος εὐνομίῃσιν famous for his justice, IG7.94 (Nisaea), cf. Luc.Tim.38, App.BC2.82, etc.: Sup., Plu.Ant.34:—only once in Hom., and in bad sense, notorious, infamous, ὡς . . ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358.
II won by song, ἄγρα, of the Sphinx's victims, E.El.471 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 272] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, διαβόητος; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; κλέος Ep. ad. 582 (App. 271); ἀοίδιμος ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοίδιμος: -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ ὄνομα ἀποτελεῖ θέμα ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ λέξις αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον πόμα, θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· ἀοίδιμος εὐνομίῃσιν, περίφημος ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, ὡς καὶ ὀπίσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 chanté ou digne d'être chanté;
2 obtenu au moyen d'un chant;
3 décrié.
Étymologie: ἀείδω.
English (Autenrieth)
subject of song, pl. (with bad sense from the context), Il. 6.358†.
English (Slater)
ᾰοίδιμος, -ον
a of song ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6)
b renowned in song ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es objeto de canto ὡς ... ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358
•en gener. que es objeto de canto o celebración, célebre Λίνος, ὅς περ ἔν τε Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι Hdt.2.79, Ἀρχιδίκη Hdt.2.135, γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον Pi.P.8.59, βασίλειαι Χάριτες Pi.O.14.3, προφάτας Pi.Fr.521.6, de Atenas, Pi.Fr.76, πόμα Pi.N.3.79, Μνημοσύνης τόδε δῶρον ἀ. ἀνθρώποισιν Orph.Fr.32g.3, de Hermias de Atarneo, Arist.Fr.Lyr.1.14, μάντις Call.Lau.Pall.121, γάμος A.R.4.1143, Δελφοί Luc.Alex.8, ὄνομα Luc.Cont.11, ἀ. εὐνομίῃσιν célebre por su justicia, IG 7.94 (Nisea), τῆς ἀοιδίμου περὶ Φάρσαλον μάχης App.BC 2.82, τοῦτο τὸ ἔργον ἐν τοῖς ἀοιδιμωτάτοις γενόμενον este hecho llegó a ser uno de los más celebrados Plu.Ant.34, θάνατος LXX 4Ma.10.1, cf. Corinn.(?) 40.5a.8, Phld.Mort.29.8, Luc.Tim.38, Philostr.Im.2.5, SB 8439.7.
2 ganado por el canto ref. al de las Sirenas ἄγρα E.El.471.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀοίδιμος, -ον) αοιδή
άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος
αρχ.
1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι
2. διαβόητος, κακόφημος.
Greek Monotonic
ἀοίδιμος: -ον (ἀοιδή), αυτός του οποίου το όνομα αποτελεί θέμα ωδής ή ραψωδίας, φημισμένος, αυτός του οποίου η φήμη έχει αποτυπωθεί στο τραγούδι, σε Ηρόδ.· με αρνητική σημασία, διαβόητος, κακόφημος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοίδιμος:
1) воспеваемый или воспетый, прославленный (νηός HH; Ἀθᾶναι Pind.; ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Her.; πράξεις Plut.; ὅπλον Luc.);
2) имеющий дурную славу, опозоренный: ὀπίσσω ἀνθρώποισι ἀ. Hom. опозоренный перед потомками.
Middle Liddell
ἀοιδή
sung of, famous in song, Hdt.: in bad sense, notorious, infamous, Il.