ἐξιτήριος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksitirios | |Transliteration C=eksitirios | ||
|Beta Code=e)cith/rios | |Beta Code=e)cith/rios | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, of or for [[departure]], ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι <span class="title">IG</span>3.1184.21 (iii A. D.): <b class="b3">-τήρια, τά,</b> [[day of leaving office]], at Athens, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:00, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, of or for departure, ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι IG3.1184.21 (iii A. D.): -τήρια, τά, day of leaving office, at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 884] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; εὐχή, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιτήριος: -ον, ἐξιτήριος λόγος, ἀποχαιρετιστικός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 529Α, 600C, Στουδ. 892C. 2) ὡς οὐσ., τὸ ἐξιτήριον, τὸ ἀποχαιρετιστήριον προσφώνημα, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1024Α. 3) ἐξιτήρια, τά, «ἡμέρα, ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξιτήριος, -ον) έξειμι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο
δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
αποχαιρετιστήρια προσφώνηση, λόγος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
συστατικό γράμμα
αρχ.
φρ. «ἐξιτήρια (ἱερά)» — θυσία στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την εξουσία.