ζάθεος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ζᾰθεος</b> (-ῳ, -ων, -οις; -ας, -ᾳ, -αν; -ον acc.) | |sltr=<b>ζᾰθεος</b> (-ῳ, -ων, -οις; -ας, -ᾳ, -αν; -ον acc.) [[sacred]], numinous (= [[πλήρης]] [[θεῶν]].) ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. [[Ἱέρων]]) fr. 105. 2. ἐν ζαθέῳ με [[δέξαι]] χρόνῳ (i. e. at the Delphic Theoxenia) (Pae. 6.5) especially of places, ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.22) Διὸς [[ἄλκιμος]] υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον [[ἄλσος]] at [[Olympia]] (O. 10.45) ζαθέᾳ Πύλῳ (P. 5.70) προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν (cf. v. 93, ἐν τεμένεσσι δόμον [[ἔχει]] τεοῖς) (N. 7.92) Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ (I. 1.32) [[πέραν]] Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ζαθέας τροφοῦ (Pae. 2.63) ]ἀλκὰν Ἀχελωίου [[κρανίον]] [[τοῦτο]] ζαθέ[ον] (supp. Snell) Πα. 21. 1. μνάσθηθ' [[ὅτι]] [[τοι]] ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 12:15, 3 September 2022
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, also ος, ον E.Tr.256 (lyr.), 1075 (lyr.); poet. Adj. (used by Trag. only in lyrics):—very divine, sacred, of places favoured by the gods, Il.1.38, al. (not in Od.), h.Ap.223; ζ. Πύλος, Ἰσθμός, Pi.P.5.70, I.1.32, cf. B.2.7; νᾶσος Id.5.10; Πέλοπος δάπεδα Id.10.24; ἔναυλοι E.Ba.121 (lyr.), etc.; Ὤλενος A.Fr.284; of things, ἄνεμοι Hes.Th.253; χρόνος Pi.Pae.6.5; κλῇδες, σελᾶναι, E.Tr.ll.cc.; ποταμοί Ar.Nu.283 (lyr.); μολπαί Id.Ra.385; τιμαί Castorio 1; later of persons, Ἀπόλλων AP9.525.7. Adv. -έως Hdn.Gr.1.514.
German (Pape)
[Seite 1136] α, ον, sehr göttlich, herrlich (VLL, L, ἄγαν θεῖος, θαυμαστός), bes. von Ländern u. Städten, in denen die Götter sich aufhalten od. oft verkehren, Κίλλα Il. 1, 38, Πύλος, Ἰσθμός, Pind. P. 5, 70 I. 1, 32; auch ἀγυιά, ἄλσος, N. 7, 92 Ol. 11, 47; Κρήτη, Ἀθᾶναι, Eur. Bacch. 121 Ion 184. Auch ἄνεμοι, Hes. Th. 253; ζάθεοι σελᾶναι Eur. Tr. 1075; πέταλα Phoen. 801; μολπαί Ar. Ran. 383; sp. D., bes. in Anth. allgemeiner, πεδίον, μέλαθρον, κεφαλή, ja sogar Apollo selbst, Anth. IX, 525, sonst nie von Personen.
Greek (Liddell-Scott)
ζάθεος: ᾰ, -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Τρῳ. 1075· - ποιητ. ἐπίθ. (ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς μόνον ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις), ἄγαν θεῖος, ἱερός, πανίερος, ἐπὶ τόπων οὓς εὐνοοῦσιν οἱ θεοί, ὡς τὸ ἠγάθεος, Ἰλ. Α. 38, κτλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), Ὕμν. Ὁμ., Ἡσ.· οὕτω, ζ. Πύλος, Ἰσθμὸς Πίνδ. Π. 5. 94, Ι. 1. 45· Κρήτα Εὐρ. Βάκχ. 121 (λυρ.), κτλ.· Ὤλενος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 996· - ἐπὶ πραγμάτων, ἄνεμοι Ἡσ. Θ. 253· κλῇδες, σελᾶναι Εὐρ. Τρῳ. 256, 1075· ποταμοὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 283· μολπαὶ ὁ αὐτ. Βατρ. 382· τιμαὶ Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 542Ε· ἐπὶ προσώπων, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525· καὶ ἐν χριστιανικοῖς ἐπιγράμμασιν, ὡς τὸ μάκαρ, αὐτόθι 1. 10, 8. 57, 83. 150.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
tout à fait divin ; vénérable, saint, admirable.
Étymologie: ζα-, θεός.
English (Autenrieth)
3: most divine, sacred, of localities favored by the gods. (Il.)
English (Slater)
ζᾰθεος (-ῳ, -ων, -οις; -ας, -ᾳ, -αν; -ον acc.) sacred, numinous (= πλήρης θεῶν.) ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (i. e. at the Delphic Theoxenia) (Pae. 6.5) especially of places, ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.22) Διὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος at Olympia (O. 10.45) ζαθέᾳ Πύλῳ (P. 5.70) προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν (cf. v. 93, ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς) (N. 7.92) Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ (I. 1.32) πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ζαθέας τροφοῦ (Pae. 2.63) ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζαθέ[ον] (supp. Snell) Πα. 21. 1. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36).
Spanish
Greek Monolingual
ζάθεος, -α, -ον (Α)
(ποιητ. επίθ. για τόπους που ευνοούν οι θεοί και ως τιμητικό επίθ. για πρόσ. ή πράγματα) πολύ θείος, ιερός, πανίερος.
επίρρ...
ζαθέως (Α)
ιερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + θεός.
Greek Monotonic
ζάθεος: [ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, κατεξοχήν θεϊκός, ιερός, πανίερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ζάθεος: и 2 целиком отданный божеству, божественный, священный (Κίλλα Hom.; Ἰσθμός Pind.; Ὤλενος Aesch.; Κρήτα Eur.; ἄνεμοι Hes.; ποταμοί, μολπαί Arph.; κεφαλή, Ἀπόλλων Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάθεος -α -ον en -ος -ον [ζα-, θεός] m. n. van plaatsen zeer heilig, zeer gewijd.