πταίρω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πταίρω:''' (fut. [[πταρῶ|πτᾰρῶ]], aor. 1 ἔπτᾱρα, aor. 2 [[ἔπταρον]])<br /><b class="num">1)</b> [[чихать]] Her., Plat., Anth.: μέγ ἔπταρε Hom. он громко чихнул (что считалось благим предзнаменованием или подтверждением);<br /><b class="num">2)</b> (о светильнике) с треском вспыхивать, трещать Anth.
|elrutext='''πταίρω:''' (fut. [[πταρῶ|πτᾰρῶ]], aor. 1 ἔπτᾱρα, aor. 2 [[ἔπταρον]])<br /><b class="num">1)</b> [[чихать]] Her., Plat., Anth.: μέγ ἔπταρε Hom. он громко чихнул (что считалось благим предзнаменованием или подтверждением);<br /><b class="num">2)</b> (о светильнике), [[с треском вспыхивать]], [[трещать]], Anth.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:00, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταίρω Medium diacritics: πταίρω Low diacritics: πταίρω Capitals: ΠΤΑΙΡΩ
Transliteration A: ptaírō Transliteration B: ptairō Transliteration C: ptairo Beta Code: ptai/rw

English (LSJ)

Hippiatr.38 (v.l. πτέρεται, v. πτέρομαι), also πτείρω, Hdn. Gr.1.191 codd. (pres. in use in early writers πτάρνυμαι, Hp.Morb.2.54, X.An.3.2.9, Philem.100.4, Arist.Pr.962b8 (also πτάρνεται Gloss.), impf. ἐπταρνύμην Diog.Ep.35.3): aor. 2 ἔπτᾰρον Od.17.541, etc.: rarely aor. 1, part. πτάραντες Arist.Pr.963a33 (s.v.l.):—Pass., v. sub fin.:—sneeze, μέγ' ἔπταρεν he sneezed aloud, Od. l.c. (taken for a good omen, cf. Ar.Ra.647, etc.); but also as a bad omen, λυπούμεθ' ἂν πτάρῃ τις Men.534.9; ἔπταρον εἰς ἀνέμους AP11.375 (Maced.); οὐδὲ λέγει Ζεῦ σῶσον, ἐὰν πτάρῃ ib.268; ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κνήσαις ἂν τὴν ῥῖνα, πτάρε Pl.Smp.185e: metaph. of a lamp, sputter, AP6.333 (Marc. Arg.):—also in aor. Pass., part. πταρείς Hp.Epid. 5.14, Arist.Pr.887b35.

German (Pape)

[Seite 807] fut. πταρῶ, aor. I. ἔπταρα, gew. aor. II. ἔπταρον, niesen; μέγ' ἔπταρε, er nies'te laut, Od. 17, 541, wo es schon als gute Vorbedeutung gilt, vgl. 545, Her. 6, 107, Ar. Ran. 646; πτάρε, Plat. Conv. 185 e; Sp. – Übertr. von der Lampe, sich schneuzen, λύχνε, τρὶς ἔπταρες, Ep. ad. 61 (VI, 333). – Besser attisch soll πτάρνυμαι sein.

Greek (Liddell-Scott)

πταίρω: (ὁ ἐν χρήσει ἐνεστὼς εἶναι τὸ ἀποθ. πτάρνυμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2 κἑξ.)· ἀόρ. β΄ ἔπτᾰρον Ὅμ., κτλ. (πρβλ. ἐπιπταίρω)· σπανίως ἀόρ. α΄ πτάραντες, Ἀριστ. Προβλ. 33. 16. - Παθ., ἴδε ἐν τέλει. Πταρνίζομαι, κοινῶς «φταιρνίζομαι, μέγ’ ἔπτᾰρε, «φταιρνίσθηκε δυνατά», Ὀδ. Ρ. 541, - ὅπερ ἐκεῖ λαμβάνεται ὡς καλὸς οἰωνός, πρβλ. 545, Ἀριστοφ. Βάτρ. 647· ἔπταρον εἰς ἀνέμους Ἀνθ. Π. 11. 375· οὐδὲ λέγει «Ζεῦ σῶσον», ἐὰν πτάρῃ, ὡς ἡμεῖς λέγομεν ὑγεία!» «γειά σου», Ἀνθ. Π. 11. 268· (ἐντεῦθεν, πταρμὸν δ’ ὄρνιθα καλεῖτε Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· σημεῖον οἰωνιστικὸν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 11, 6. πρβλ. Ἀθην. 66C)· ὡσαύτως ὁ κακὸς οἰωνός, λυπούμεθ’, ἢν πταρῇ τις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 9· - κάμνω τι ὅπως πταρνισθῶ, ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κινήσαις ἂν τὴν ῥῖνα, πτάρε Πλάτ. Συμπ. 185Ε· μεταφορ., ἐπὶ λύχνου «πρωτσαλίζω», Ἀνθ. Π. 6. 333· - ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. μετοχ. πταρεὶς Πλάτ. Ἱππ. 1145G, Ἀριστ. Προβλ. 8. 8. (Ἡ √ΠΤΑΡ, πτάρνυσθαι παρίσταται ἐν τῇ Λατ. διὰ τοῦ STFR, ster-nuere, πρβλ. πτύρομαι).

French (Bailly abrégé)

f. πταρῶ, ao.2 ἔπταρον, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐπτάρην;
éternuer : μέγ’ ἔπταρε OD il éternua fortement (ce qui était un présage favorable).
Étymologie: R. Πταρ, éternuer ; cf. πτάρνυμαι, lat. sternuto.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἔπταρεν: sneeze, Od. 17.541†.

Spanish

estornudar, chisporrotear

Greek Monolingual

και πτείρω ΜΑ
βλ. πτάρνυμαι.

Greek Monotonic

πταίρω: (ενεστ. σε χρήση το αποθ. πτάρνυμαι), αόρ. βʹ ἔπτᾰρον· φταρνίζομαι, μέγ' ἔπτᾰρε, φταρνίστηκε δυνατά, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· «Ζεῦσῶσον», ἐὰν πτάρῃ, καθώς λέμε εμείς «με τις υγείες σου», σε Ανθ.· λέγεται για καντήλι, τρεμοσβήνω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πταίρω: (fut. πτᾰρῶ, aor. 1 ἔπτᾱρα, aor. 2 ἔπταρον)
1) чихать Her., Plat., Anth.: μέγ ἔπταρε Hom. он громко чихнул (что считалось благим предзнаменованием или подтверждением);
2) (о светильнике), с треском вспыхивать, трещать, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πταίρω zie πτάρνυμαι.

Middle Liddell

[the pres. in use was the Dep. πτάρνυμαι
to sneeze, μέγ' ἔπτᾰρε he sneezed aloud, Od., Ar.; "Ζεῦ σῶσον," ἐὰν πτάρῃ, as we say "God bless you, " Anth.:—of a lamp, to sputter, Anth.