ἄμυδις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/mudis
|Beta Code=a)/mudis
|Definition=[ᾰ], Aeol. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἅμα]], Sch.D.T.<span class="bibl">p.281</span> H.: </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> of [[time]], [[together]], [[at the same time]], <span class="bibl">Od.12.415</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>345</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> more freq. of [[place]], [[all together]], ἄ. κικλήσκετο <span class="bibl">Il.10.300</span>; <b class="b3">ἄ. στήσασα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[καλέσασα]]) θεούς <span class="bibl">20.114</span>, cf. <span class="bibl">13.336</span>; ὀστέα . . πάντ' ἄ. <span class="bibl">12.385</span>; <b class="b3">ἄ. φλόγ' ἔβαλλον</b> threw burning embers [[together]], <span class="bibl">23.217</span>; freq. in late Ep., <span class="bibl">A.R.1.961</span>, <span class="bibl">Arat.581</span>, etc.</span>
|Definition=[ᾰ], Aeol. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἅμα]], Sch.D.T.<span class="bibl">p.281</span> H.: </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> of [[time]], [[together]], [[at the same time]], <span class="bibl">Od.12.415</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>345</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> more freq. of [[place]], [[all together]], ἄ. κικλήσκετο <span class="bibl">Il.10.300</span>; <b class="b3">ἄ. στήσασα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[καλέσασα]]) θεούς <span class="bibl">20.114</span>, cf. <span class="bibl">13.336</span>; ὀστέα . . πάντ' ἄ. <span class="bibl">12.385</span>; <b class="b3">ἄ. φλόγ' ἔβαλλον</b> threw burning embers [[together]], <span class="bibl">23.217</span>; freq. in late Ep., <span class="bibl">A.R.1.961</span>, <span class="bibl">Arat.581</span>, etc.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἄμῠδῐς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />eol. por [[ἅμα]] Sch.D.T.25.281<br /><b class="num">1</b> [[juntamente]], [[junto]] [[ἄσπετος]] ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄ. <i>Il</i>.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄ. κεφαλῆς <i>Il</i>.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' [[ἄμυδις]] φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις <i>h.Hom</i>.19.3, cf. <i>Il</i>.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.<i>Fr</i>.295.<br /><b class="num">2</b> [[a la vez]], [[al tiempo]] Ζεὺς δ' [[ἄμυδις]] βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν <i>Od</i>.12.415, [[ἄμυδις]] δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.<i>Th</i>.689, cf. <i>Sc</i>.345, <i>h.Cer</i>.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.<i>H</i>.2.547.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. éol.</i><br /><b>1</b> au même endroit, ensemble;<br /><b>2</b> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]].
|btext=<i>adv. éol.</i><br /><b>1</b> au même endroit, ensemble;<br /><b>2</b> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἄμῠδῐς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />eol. por [[ἅμα]] Sch.D.T.25.281<br /><b class="num">1</b> [[juntamente]], [[junto]] [[ἄσπετος]] ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄ. <i>Il</i>.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄ. κεφαλῆς <i>Il</i>.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' [[ἄμυδις]] φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις <i>h.Hom</i>.19.3, cf. <i>Il</i>.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.<i>Fr</i>.295.<br /><b class="num">2</b> [[a la vez]], [[al tiempo]] Ζεὺς δ' [[ἄμυδις]] βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν <i>Od</i>.12.415, [[ἄμυδις]] δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.<i>Th</i>.689, cf. <i>Sc</i>.345, <i>h.Cer</i>.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.<i>H</i>.2.547.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμῠδις Medium diacritics: ἄμυδις Low diacritics: άμυδις Capitals: ΑΜΥΔΙΣ
Transliteration A: ámydis Transliteration B: amydis Transliteration C: amydis Beta Code: a)/mudis

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. A = ἅμα, Sch.D.T.p.281 H.: I of time, together, at the same time, Od.12.415, Hes.Sc.345, etc. II more freq. of place, all together, ἄ. κικλήσκετο Il.10.300; ἄ. στήσασα (v.l. καλέσασα) θεούς 20.114, cf. 13.336; ὀστέα . . πάντ' ἄ. 12.385; ἄ. φλόγ' ἔβαλλον threw burning embers together, 23.217; freq. in late Ep., A.R.1.961, Arat.581, etc.

Spanish (DGE)

(ἄμῠδῐς)
• Prosodia: [ᾰ-]
eol. por ἅμα Sch.D.T.25.281
1 juntamente, junto ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄ. Il.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄ. κεφαλῆς Il.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' ἄμυδις φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις h.Hom.19.3, cf. Il.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.Fr.295.
2 a la vez, al tiempo Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν Od.12.415, ἄμυδις δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th.689, cf. Sc.345, h.Cer.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.H.2.547.

German (Pape)

[Seite 130] Äolisch anstatt ἁμάδισ, vgl. ἄλλυδις, s. Herodian. Scholl. Iliad. 9, 6. 20, 114 Od. 4, 659; = ἅμα, ὁμοῦ, Apoll. lex. Hom. 25, 4, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit; περιττῶς bei πᾶς Iliad. 12, 385 Od. 12, 413 σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς, alle mit einander; Iliad. 10, 300 ἄμυδις κικλήσκετο riefzusammen; 20, 114 ἡ δ' ἄμυδις στήσασα θεούς, Zenodot ἦ δ' ἄμυδις καλέσασα θεούς, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; 13, 336 ἀνέμων, οἵ τ' ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην; Od. 4, 659 μνηστῆρας δ' ἄμυδις κάθισαν; Iliad. 20, 374 τῶν δ'ἄμυδις μίχθη μένος, ὦρτο δ'ἀυτή; 158 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ' ἀνέρες έξοχ' ἄριστοι συνίτην, v.l. Scholl. ἄμυδις δὲ δύ' ἀνέρες; 10, 524 θυνόντων ἄμυδις: 13, 343 ἐρχομένων ἄμυδις; 9, 6 ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινον κορθύεται, zu gleicher Zeit, alsbald; Od. 12, 415. 14, 305 Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε, zugleich mit dem Vorhergehenden, vgl. Scholl. 12, 415; 5, 467 μή μ' ἄμυδις στίῃη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση δαμάσῃ, vereint; Iliad. 23, 217 παννύχιοι δ' ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον, vereint. – Apoll. Rh. u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυδις: [ῠ], ἀρχαῖος τύπος τοῦ ἅμα: Ι. ἐπὶ χρόνου, ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ὀδ. Μ. 415. ΙΙ. συχνότερον ἐπὶ τόπου, ὁμοῦ, ἐπὶ τὸ αὐτό, ἄμυδις κικλήσκετο Ἰλ. Κ. 300· ἄμυδις καλέσασα Υ. 114· ὀστέα... πάντ’ ἄμυδις Μ. 385· ἄμυδις ἱστᾶσιν = συνιστᾶσιν Ν. 336· φλόγα ἄμυδις ἔβαλλον, ἀνερρίπιζον ὁμοῦ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ψ. 217: συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ. - Πρβλ. ἀμάδις. (Ἡ λέξ. εἶναι Αἰολικὴ ὡς τὰ ἀγυρά, ἄλλυδις· ἐντεῦθεν ἡ ψιλή).

French (Bailly abrégé)

adv. éol.
1 au même endroit, ensemble;
2 en même temps.
Étymologie: ἅμα.

Greek Monolingual

ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α)
1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί
2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του -ο σε -υ και ψίλωση. Σχετικά με το επίθημα -δις είναι κυρίως αιολικό και παρουσιάζεται με τοπική έννοια στην ομηρική γλώσσα, στο τέλος συνήθως του στίχου (πρβλ. οἴκαδις, χαμάδις)].

Greek Monotonic

ἄμυδις: [ᾰ],ῠ], ἅμα·
I. λέγεται για χρόνο, μαζί, την ίδια στιγμή, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για τόπο, μαζί, όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμῠδῐς: (ᾰ) adv. вместе, одновременно, сразу Hom.

Middle Liddell

= ἅμα]
I. of time, together, at the same time, Od.
II. of place, together, all together, Il.