ζείδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1137.png Seite 1137]] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, [[ἄρουρα]], Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. [[βιόδωρος]] hat verleitet an ζήδωρος zu denken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1137.png Seite 1137]] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, [[ἄρουρα]], Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. [[βιόδωρος]] hat verleitet an ζήδωρος zu denken.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure de l'épeautre ; fécond;<br /><b>2</b> (<i>par confus. avec</i> [[ζάω]]) qui donne la vie (Aphrodite).<br />'''Étymologie:''' [[ζειά]], δωρέομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζείδωρος''': -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, [[ζείδωρος]] ἄρουρα, [[γόνιμος]] γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = [[βιόδωρος]], ὁ παρέχων ζωήν, [[Ἀφροδίτη]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
|lstext='''ζείδωρος''': -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, [[ζείδωρος]] ἄρουρα, [[γόνιμος]] γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = [[βιόδωρος]], ὁ παρέχων ζωήν, [[Ἀφροδίτη]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure de l'épeautre ; fécond;<br /><b>2</b> (<i>par confus. avec</i> [[ζάω]]) qui donne la vie (Aphrodite).<br />'''Étymologie:''' [[ζειά]], δωρέομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζείδωρος Medium diacritics: ζείδωρος Low diacritics: ζείδωρος Capitals: ΖΕΙΔΩΡΟΣ
Transliteration A: zeídōros Transliteration B: zeidōros Transliteration C: zeidoros Beta Code: zei/dwros

English (LSJ)

ον, A zea-giving (Plin.HN18.82, EM410.6), as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα Il.2.548, Od.3.3, Hes.Op.173; ζ. ἀρδμός Nonn.D.26.185: c. gen., ζ. ὀπώρης ἀχράς AP9.4 (Cyllen.): also in late Prose, Hld.9.22 (ζε (ϝ) έ-δωρος, cf. ζέα). II some authors derived it from ζάω,= βιόδωρος (so expld. by Hsch.), life-giving, Ἀφροδίτη Emp.151; Ἠέλιος Nonn.D.12.23, cf. 22.276. ζείζιν, mamma, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1137] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, ἄρουρα, Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. βιόδωρος hat verleitet an ζήδωρος zu denken.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui procure de l'épeautre ; fécond;
2 (par confus. avec ζάω) qui donne la vie (Aphrodite).
Étymologie: ζειά, δωρέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ζείδωρος: -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, ζείδωρος ἄρουρα, γόνιμος γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = βιόδωρος, ὁ παρέχων ζωήν, Ἀφροδίτη Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ζείδωρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνοςζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.)
αρχ.
(για τη γη), γόνιμοςζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + -δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιόδωρος, φιλόδωρος. Βλ. και ετυμολογία της λ. ζειά.

Greek Monotonic

ζείδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει «ζειά» δηλ. σιτηρά με την ευρεία έννοια· ως επίθ. της γης· ζείδωρος ἄρουρα, γη που είναι παραγωγική σε σιτηρά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ζείδωρος: ζάω дарующий жизнь, жизнетворный (Ἀφροδίτη Emped. ap. Plut.).
ζειά дающий полбу, т. е. хлебородный (ἄρουρα Hom., Hes.; ὀπώρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151.

Middle Liddell

ζεί-δωρος, ον δῶρον
zea-giving, as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα fruitful corn-land, Hom.