εἰσικνέομαι: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσικνέομαι]];<br />aller <i>ou</i> venir dans, acc. ; pénétrer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557. | |lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
A go into, c. acc. loci, Hermesian.7.23. II penetrate, Hdt.3.108; εἰσικνουμένου βέλει piercing her with a shaft, A.Supp. 556 (lyr., s. v.l.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón, poét. ἐσ- Hdt.3.108, Hermesian.7.23
1 traspasar, pinchar, aguijar εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος aguijando el alado boyero con su arma ref. Argos guardián de la vaca Ío, A.Supp.556, ἐσικνέεται καταγράφων traspasa (con las garras) desgarrando del cachorro de león aún en el vientre de la madre, Hdt.l.c.
2 llegar a, entrar en c. ac. de direcc. ἐσικέσθαι ... Ἑλικωνίδα κώμην Hermesian.l.c.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ion. et anc. att. ἐσικνέομαι;
aller ou venir dans, acc. ; pénétrer.
Étymologie: εἰς, ἱκνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - ἔρχομαι, φθάνω εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.
Greek Monotonic
εἰσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσικνέομαι: ион. ἐσικνέομαι входить внутрь, проникать: ἐσικνέεται καταγράφων Her. (детеныш) когтями прокладывают себе путь; εἰ. βέλει Aesch. вонзать стрелу, ранить.