εὐμαθής: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmathis | |Transliteration C=evmathis | ||
|Beta Code=eu)maqh/s | |Beta Code=eu)maqh/s | ||
|Definition=ές, (μαθεῖν) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ready]] or [[quick at learning]], opp. [[δυσμαθής]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>486c</span>, al.; τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>344a</span>; πρός τι <span class="bibl">D.24.17</span> (Comp.). Adv. | |Definition=ές, ([[μαθεῖν]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ready at learning]] or [[quick at learning]], opp. [[δυσμαθής]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>486c</span>, al.; τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>344a</span>; πρός τι <span class="bibl">D.24.17</span> (Comp.). Adv. [[εὐμαθῶς]] = [[with a ready mind]], [[παρακολουθεῖν]] <span class="bibl">Aeschin.1.116</span>: Comp. εὐμαθέστερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to learn]] or [[easy to know]], [[intelligible]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>442</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1409b4</span>; <b class="b3">εὐμαθὲς φώνημα</b> [[well-known]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>15</span>; <b class="b3">εὔγνωστα καὶ εὐμαθή</b> <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>20.14</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>614</span>: Comp., [[διήγησις]] <span class="bibl">Plb.14.12.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:17, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, (μαθεῖν) A ready at learning or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R.486c, al.; τινος Id.Ep.344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. εὐμαθῶς = with a ready mind, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116: Comp. εὐμαθέστερον Pl.Lg.723a. II Pass., easy to learn or easy to know, intelligible, A.Eu.442, Arist.Rh.1409b4; εὐμαθὲς φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐμαθή X.Oec.20.14, cf. S.Tr.614: Comp., διήγησις Plb.14.12.5.
German (Pape)
[Seite 1079] ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Ggstz δυσμαθής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαθέστεροι γενήσεσθε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαθῶς παρακολουθεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαθέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαθεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαθέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à apprendre ou à comprendre ou à reconnaître;
2 qui apprend facilement.
Étymologie: εὖ, μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ ταχέως μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ δυσμαθής, Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· πρός τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς φώνημα, εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ κεῖνος εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, ἔνθα αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις εἶναι κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. αμαθής, πολυμαθής].
Greek Monotonic
εὐμᾰθής: -ές (μανθάνω),
I. πρόθυμος ή γρήγορος στη μάθηση, Λατ. docilis, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. -θῶς, σε Αισχίν.
II. Παθ., αυτός που μαθαίνει εύκολα, εύληπτος, ευνόητος, σε Αισχύλ.· πασίγνωστος, πασιφανής, ευδιάγνωστος, ευκρινής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰθής:
1) способный к учению, легко воспринимающий, хорошо усваивающий, понятливый Plat., Dem., Arst.;
2) легкий для понимания, легко усваиваемый (εὔγνωστος καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ εὐμνημόνευτος Arst.);
3) легко узнаваемый, хорошо знакомый (φώνημα Soph.).
Middle Liddell
εὐ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. ready or quick at learning, Lat. docilis, Plat., Dem.:—adv. -θῶς, Aeschin.
II. pass. easy to learn or discern, intelligible, Aesch.: well-known, Soph.
English (Woodhouse)
docile, familiar, intelligible, well-known, easy to understand, quick at learning, quick in intelligence