ἀνελευθερία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit [[κολακεία]] vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der [[ὑπερηφανία]] entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der [[ἐλευθεριότης]] entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit [[κολακεία]] vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der [[ὑπερηφανία]] entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der [[ἐλευθεριότης]] entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> sentiments indignes d'un homme libre, bassesse, grossièreté;<br /><b>2</b> parcimonie, avarice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελεύθερος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνελευθερία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ἐλευθέρου φρονήματος, [[μικροπρέπεια]]· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς κολακείας, τῶν μὲν ὀνειδιζόντων κολακείας καὶ ἀνελευθερίας Πλάτ. Συμπ. 183Β, Πολ. 590Β, κτλ. 2) ἰδίως ἐν χρηματικαῖς ὑποθέσεσιν, [[ἔλλειψις]] ἐλευθεριότητος, [[φιλαργυρία]], [[φειδωλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4., 4. 1, 37 κἑξ. Μεταξὺ τῶν χαρακτήρων τοῦ Θεοφρ. [[εἶναι]] καὶ εἷς περὶ ἀνελευθερίας, κεφ. ΚΒϳ, σ. 116, ἔκδ. Κοραῆ. | |lstext='''ἀνελευθερία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ἐλευθέρου φρονήματος, [[μικροπρέπεια]]· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς κολακείας, τῶν μὲν ὀνειδιζόντων κολακείας καὶ ἀνελευθερίας Πλάτ. Συμπ. 183Β, Πολ. 590Β, κτλ. 2) ἰδίως ἐν χρηματικαῖς ὑποθέσεσιν, [[ἔλλειψις]] ἐλευθεριότητος, [[φιλαργυρία]], [[φειδωλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4., 4. 1, 37 κἑξ. Μεταξὺ τῶν χαρακτήρων τοῦ Θεοφρ. [[εἶναι]] καὶ εἷς περὶ ἀνελευθερίας, κεφ. ΚΒϳ, σ. 116, ἔκδ. Κοραῆ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A illiberality of mind, servility, joined with κολακεία, Pl.Smp.183b, R.590b, etc. 2 especially in money matters, stinginess, X.Cyr.8.4.32, Arist.EN1107b10, 1121b13, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 condición propia de un esclavo, carácter servil εὔλογον οὖν (τοὺς παῖδας) ἀπολαύειν ἀπὸ τῶν ἀκουσμάτων καὶ τῶν ὁραμάτων ἀνελευθερίαν es lógico que (los niños) adquieran un carácter servil por lo que oyen y ven Arist.Pol.1336b3
•mezquindad, servilismo ἀνελευθερίαν ὑπὸ πλήθους ἐπαινουμένην ὡς ἀρετήν Pl.Phdr.256e, κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία Pl.R.590b, cf. Smp.183b, Criti.112c, Arist.Rh.1361a8
•ruindad μικρολογία καὶ ἀνελευθερία Plu.2.137c
•vileza, villanía, bajeza ἔχειν ἐν αὑτῷ ... ἀνελευθερίαν μετὰ φιλοχρηματίας en él (Aquiles) se reunía... la bajeza con la avaricia Pl.R.391c, δουλείας τε καὶ ἀνελευθερίας γέμειν τὴν ψυχήν Pl.R.577d, cf. 400b, 486a, Plu.2.50c.
2 ref. a aspectos económicos falta de liberalidad, tacañería, ruindad como un mal que trae la pobreza, Pl.R.422a, cf. 560d, Lg.843d, ἀσωτία καὶ ἀ. Arist.EN 1107b10, cf. 1121b13, ἀνελευθερία καὶ δυσελπιστία Teles p.35.10, μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας φαίνεσθαι ... ἀνελευθερίαν ἔμοιγε δοκεῖν περιάπτειν X.Cyr.8.4.32, (πλοῦτον) ἀ. δὲ φυλάττει Bio Bor.38A.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit κολακεία vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der ὑπερηφανία entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der ἐλευθεριότης entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiments indignes d'un homme libre, bassesse, grossièreté;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: ἀνελεύθερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελευθερία: ἡ, ἔλλειψις ἐλευθέρου φρονήματος, μικροπρέπεια· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς κολακείας, τῶν μὲν ὀνειδιζόντων κολακείας καὶ ἀνελευθερίας Πλάτ. Συμπ. 183Β, Πολ. 590Β, κτλ. 2) ἰδίως ἐν χρηματικαῖς ὑποθέσεσιν, ἔλλειψις ἐλευθεριότητος, φιλαργυρία, φειδωλία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4., 4. 1, 37 κἑξ. Μεταξὺ τῶν χαρακτήρων τοῦ Θεοφρ. εἶναι καὶ εἷς περὶ ἀνελευθερίας, κεφ. ΚΒϳ, σ. 116, ἔκδ. Κοραῆ.
Greek Monolingual
η (AM ἀνελευθερία)
έλλειψη ελευθερίας·
Greek Monotonic
ἀνελευθερία: ἡ, έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελευθερία: ἡ
1) низменный образ мыслей, неблагородство, низость Plat., Arst., Plut.;
2) жадность, корыстолюбие, скряжничество, Xen., Arst.
Middle Liddell
[from ἀνελεύθερος.]
illiberality, Plat.