ἀνώγαιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0268.png Seite 268]] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0268.png Seite 268]] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀνώγεων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνώγαιον''': ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, [[γαῖα]]) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ [[ὑπερῷον]] τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς [[ἀποθήκη]], κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - [[ὡσαύτως]], ὡς [[δειπνητήριον]], Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) [[δεσμωτήριον]], Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. [[ἀναγκαῖον]], πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνάκαιον]]. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.
|lstext='''ἀνώγαιον''': ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, [[γαῖα]]) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ [[ὑπερῷον]] τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς [[ἀποθήκη]], κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - [[ὡσαύτως]], ὡς [[δειπνητήριον]], Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) [[δεσμωτήριον]], Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. [[ἀναγκαῖον]], πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνάκαιον]]. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀνώγεων]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώγαιον Medium diacritics: ἀνώγαιον Low diacritics: ανώγαιον Capitals: ΑΝΩΓΑΙΟΝ
Transliteration A: anṓgaion Transliteration B: anōgaion Transliteration C: anogaion Beta Code: a)nw/gaion

English (LSJ)

or ἀνώγεον, τό, (ἄνω, γαῖα) A anything raised from the ground: the upper floor of a house, used as a granary, X.An.5.4.29 (s.v.l.), Antiph.312; as a dining-room, Ev.Marc.14.15, Ev.Luc.22.12. 2 prison, Suid. (ἀνώγεον in GDI1581 (Dodona); ἀνάγαιον and ἀνόκαιον are also found in codd., cf. AB405, Suid.)

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἀνώγεον X.An.5.4.29; ἀνώγεων Callisth.Olynth.17, Antiph.312; ἀνώγειον SB 5286.19
1 piso superior Antiph.l.c., SB l.c., Pall.H.Laus.6.9.
2 granero, almacén X.l.c., Gp.2.27.1, GDI 1581.4 (Dodona).
3 prisión Callisth.Olynth.l.c.; cf. ἀνάγαιος 2.

German (Pape)

[Seite 268] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀνώγεων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώγαιον: ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, γαῖα) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ ὑπερῷον τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη, κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - ὡσαύτως, ὡς δειπνητήριον, Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) δεσμωτήριον, Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. ἀναγκαῖον, πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνάκαιον. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.

Greek Monolingual

ἀνώγαιον κ. ἀνώγεον, το (Α)
βλ. ανώγι.

Greek Monotonic

ἀνώγαιον: ή ἀνώ-γεον, τό (ἄνω, γαῖα), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το έδαφος· ο ανώτερος όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως αποθήκη, σε Ξεν. ή ως αίθουσα δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνώγαιον: τό верхний этаж дома, горница или кладовая Xen.

Frisk Etymological English

See also: γῆ

Middle Liddell

[ἄνω, γαῖα
anything raised from the ground; the upper floor of a house, used as a granary, Xen.; as a dining-room, Lat. coenaculum, NTest.