ἐνασκέω: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη [[πάντοθεν]] ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη [[πάντοθεν]] ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> exercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'exercer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀσκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5. | |lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A train or practise in a thing, αὑτόν Plu.Alex.17:—Pass. with fut. Med. (Luc.Vit.Auct.3), to be trained, c. dat., Ph.1.448, al., Luc. l. c.: c. acc., ἀτρεκίην AP11.354.10 (Agath.):—Act. intr., like Pass., Plb.1.63.9. II Pass., τῷ ὕφει ἐνης κῆσθαι to be wrought in it, J.AJ3.7.5.
Spanish (DGE)
1 ejercitar, adiestrar, instruir c. ac. de pers. y dat. τοῖς ἐπὶ θαλάσσῃ πράγμασι ... ἐνασκήσας ... αὑτόν Plu.Alex.17, τοῖς ἱεροῖς τῶν μαθημάτων ... αὐτὸν ἐνασκήσασα Gr.Nyss.V.Macr.383.19, c. ac. de partes del cuerpo y c. dat. τοῖς τύποις τοῖς γραφεῖσιν ἐνασκοῦσι τὴν χεῖρα ejercitan su mano en los signos escritos Gr.Nyss.Paup.1.93.11, en v. pas., c. dat. ἐνασκηθεὶς ἐκείνοις (τοῖς ἀγαθοῖς) Gr.Nyss.Hom.in Eccl.309.23, c. ac. de rel. πᾶσαν ἐνησκήθη ... ἀτρεκίην AP 11.354 (Agath.).
2 c. ac. de cosa trabajar, afanarse en τὴν ... πρώτην καταρχὴν τῆς εὐφημίας ἀπὸ τούτου ἐνασκεῖν Corp.Herm.18.15, en v. pas. οὗτοι (λίθοι) ... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει estas piedras preciosas están trabajadas en el tejido I.AI 3.167.
3 intr. instruirse, ejercitarse ἐν τοιούτοις ... πράγμασιν ἐνασκήσαντες Plb.1.63.9, en v. med.-pas. ἐνασκηθέντες τοῖς φρονήσεως ... δόγμασιν Ph.2.487, cf. 241, γεωμετρίῃ Luc.Vit.Auct.3.
German (Pape)
[Seite 830] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη πάντοθεν ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. exercer, acc.;
2 intr. s'exercer.
Étymologie: ἐν, ἀσκέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνασκέω: ἐξασκῶ ἢ γυμνάζω ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, εἶναι ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
Greek Monotonic
ἐνασκέω: μέλ. -ήσω, ασκώ, εξασκώ, εκπαιδεύω ή γυμνάζω σε κάτι, σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνασκέω:
1) упражнять: ἐ. αὑτόν Plut. упражняться; pass. упражняться, изучать (πᾶσαν ἀτρεκίην Anth.);
2) упражняться (ἐν τοιούτοις καὶ τηλικούτοις πράγμασιν Polyb.; med. γεωμετρίῃ Luc.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to train or practise in athing, Plut.: Pass. with fut. mid., to be so practised, Luc.