ἐπικρατής: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς [[βουλῆς]] ἐπικρατέστεροι [[ἦσαν]] 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Übermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς [[βουλῆς]] ἐπικρατέστεροι [[ἦσαν]] 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Übermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l'emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρᾰτής''': -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, [[ὑπέρτερος]] ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -[[τέως]], ἰσχυρῶς, [[νέφος]] ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, [[αὐτόθι]] 81˙ [[αὐτίκα]] δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)˙ [[οὕτως]] Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
|lstext='''ἐπικρᾰτής''': -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, [[ὑπέρτερος]] ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -[[τέως]], ἰσχυρῶς, [[νέφος]] ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, [[αὐτόθι]] 81˙ [[αὐτίκα]] δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)˙ [[οὕτως]] Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l'emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτής Medium diacritics: ἐπικρατής Low diacritics: επικρατής Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: epikratḗs Transliteration B: epikratēs Transliteration C: epikratis Beta Code: e)pikrath/s

English (LSJ)

ές, master of a thing: only Comp. -έστερος, τῇ μάχῃ superior in... Th.6.88; -έστερός τινος γενόμενος having the upper hand of . ., D.C.55.30; τὸ -έστερον φέρειν Memn.34.3; κατὰ τὸ -έστερον with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. -τέως with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc.321, A.R.1.367, etc.

German (Pape)

[Seite 953] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς βουλῆς ἐπικρατέστεροι ἦσαν 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Übermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.

French (Bailly abrégé)

seul. Cp. ἐπικρατέστερος;
qui l'emporte.
Étymologie: ἐπί, κράτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρᾰτής: -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, ὑπέρτερος ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -τέως, ἰσχυρῶς, νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, αὐτόθι 81˙ αὐτίκα δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ οὕτως Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικρατής, -ές) νεοελλ. βιολ. φρ. «επικρατής χαρακτήρας» — κληρονομικός χαρακτήρας που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο
νεοελλ.-αρχ.
(στον συγκριτ.) επικρατέστερος
ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ.)
μσν.
(για χειμώνα) βαρύς
αρχ.
1. αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει
2. «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με επιτυχία, με υπεροχή, με επικράτηση.
επίρρ...
ἐπικρατέως
αρχ.
με ορμή, δυνατά, ισχυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατής (< κράτος)].

Greek Monotonic

ἐπικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που επικρατεί, κύριος πράγματος· μόνο στον συγκρ., ἐπικρατέτερος, ανώτερος, υπέρτερος, σε Θουκ.· επίρρ., ἐπικρατέως, με ακαταμάχητη δύναμη, παράφορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρᾰτής: (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно.

Middle Liddell

ἐπι-κρᾰτής, ές κράτος
master of a thing: only in comp., ἐπικρατέστερος superior, Thuc.:—adv., ἐπικρατέως, with overwhelming might, impetuously, Il., Hes.

English (Woodhouse)

conquering, victorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)