Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fourbe, artificieux;<br /><b>2</b> qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τέχνη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fourbe, artificieux;<br /><b>2</b> qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακότεχνος''': -ον, ([[τέχνη]]) κακῶς τετεχνασμένος, [[μάλα]] δὴ [[κακότεχνος]].. σὸς [[δόλος]] Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κακοτεχνής]], Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = [[ἀτέχνως]], Φίλων 1. 195.
|elnltext=κακότεχνος -ον [κακός, τέχνη] boosaardig.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκότεχνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[коварный]], [[мошеннический]], [[нечестный]] ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[распущенный]], [[непристойный]] (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκότεχνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[коварный]], [[мошеннический]], [[нечестный]] ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[распущенный]], [[непристойный]] (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
|lstext='''κακότεχνος''': -ον, ([[τέχνη]]) κακῶς τετεχνασμένος, [[μάλα]] δὴ [[κακότεχνος]].. σὸς [[δόλος]] Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κακοτεχνής]], Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = [[ἀτέχνως]], Φίλων 1. 195.
}}
{{elnl
|elnltext=κακότεχνος -ον [κακός, τέχνη] boosaardig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />using bad arts or [[evil]] practices, [[artful]], [[wily]], [[δόλος]] Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from [[κακοτεχνής]], Luc.
|mdlsjtxt=κᾰκό-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />using bad arts or [[evil]] practices, [[artful]], [[wily]], [[δόλος]] Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from [[κακοτεχνής]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκότεχνος Medium diacritics: κακότεχνος Low diacritics: κακότεχνος Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kakótechnos Transliteration B: kakotechnos Transliteration C: kakotechnos Beta Code: kako/texnos

English (LSJ)

ον, (τέχνη) using evil practices, artful, δόλος Il.15.14: especially in mal. part., lascivious, AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., v.l. κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. -νως with bad art, Ph.1.195.

German (Pape)

[Seite 1304] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fourbe, artificieux;
2 qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, etc.).
Étymologie: κακός, τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακότεχνος -ον [κακός, τέχνη] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκότεχνος:
1) коварный, мошеннический, нечестный (δόλος Hom.);
2) распущенный, непристойный (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; κίνημα Anth.).

English (Autenrieth)

(τέχνη): devised in evil; δόλος, Il. 15.14†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακότεχνος, -ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα»)
νεοελλ.
(για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης
μσν.
1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες
2. (για βιβλίο) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες
3. δόλιος, πονηρός
αρχ.
(για άσεμνους χορούς ή άσματα) ασελγής, λάγνος.
επίρρ...
κακοτέχνως και κακότεχνα (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή τέχνη
μσν.
άσχημα, με μαγικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος, φιλό-τεχνος].

Greek Monotonic

κᾰκότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, πονηρός, πανούργος, δόλιος, κατεργάρης, δόλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. -τεχνέστερος, όπως αν προερχόταν από το κακοτεχνής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κακότεχνος: -ον, (τέχνη) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ μάλα δὴ κακότεχνος.. σὸς δόλος Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κακοτεχνής, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = ἀτέχνως, Φίλων 1. 195.

Middle Liddell

κᾰκό-τεχνος, ον τέχνη
using bad arts or evil practices, artful, wily, δόλος Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from κακοτεχνής, Luc.