καταξιόω: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> juger digne;<br /><b>II.</b> juger à propos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> déclarer;<br /><b>2</b> décider, ordonner, vouloir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταξιόομαι]], [[καταξιοῦμαι]] juger digne de faveur.<br />'''Étymologie:''' [[κατάξιος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> juger digne;<br /><b>II.</b> juger à propos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> déclarer;<br /><b>2</b> décider, ordonner, vouloir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταξιόομαι]], [[καταξιοῦμαι]] juger digne de faveur.<br />'''Étymologie:''' [[κατάξιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καταξιόω [κατάξιος] waard achten, met acc. en inf.:; ταύτην κατηξιοῦτε μετέχειν τῶν τῆς πόλεως u achtte haar waardig om deel te hebben aan de stadszaken Apollod. [Dem.] 59.111; met acc. en gen. iem. iets:; καταξιωθῆναι τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ het koninkrijk van God waardig gekeurd worden NT 2 Thess. 1.5; pregn. hoogachten, waarderen: ook med.:; Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο Dike keek hem aan en hoogachtte hem Aeschl. Sept. 667; zich verwaardigen:. μηδενὶ ( sc. συνιστάναι ) καταξιώσωμεν laten we ons niet verwaardigen (de kosmos) met iets (gelijk te stellen) Plat. Tim. 30c. het juist vinden:; σὺ κατηξίωσας jij hebt het juist gevonden Soph. Ph. 1095; met inf.: χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ ik vind het passend blij te zijn met de gebeurtenissen Aeschl. Ag. 572. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξιόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удостаивать]], [[считать достойным]] (τινα μετέχειν τινός Dem. и τινά τινος Polyb., Diod.): μηδενὶ κ., sc. τι Plat. никому не приписывать какой-л. чести; pass. удостаиваться, быть или считаться достойным (πίστεως Plut.; καταξιωθέντες [[τυχεῖν]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> med. [[удостаивать своих милостей]], [[благоволить]] (sc. Πολυνείκη Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[чтить]], [[уважать]] (τινα Polyb.); pass. быть уважаемым ([[ἔργον]] ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[считать правильным]], [[желать]]: σύ τοι κατηξίωσας Soph. ты сам себе желал (этого); πολλὰ χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ Aesch. нужно, по-моему, забыть о (минувших) бедствиях. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''καταξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θεωρώ]] άξιο [[τιμής]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[υπολήπτομαι]], [[τιμώ]] στον [[μέγιστο]] βαθμό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ</i>, [[αποχαιρετώ]] με [[χαρά]] τις συμφορές, στον ίδ.· <i>σύτοι κατηξίωσας</i>, εσύ το θέλησες, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θεωρώ]] άξιο [[τιμής]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[υπολήπτομαι]], [[τιμώ]] στον [[μέγιστο]] βαθμό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ</i>, [[αποχαιρετώ]] με [[χαρά]] τις συμφορές, στον ίδ.· <i>σύτοι κατηξίωσας</i>, εσύ το θέλησες, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταξιόω''': θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· μετὰ γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ [[συνειδέναι]], τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., [[οὔτε]] νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., [[ἔργον]] ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]], Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A deem worthy, c. acc. et inf., D.59.111; hold in honour, Plb.4.86.8: c. gen. rei, deem worthy of a thing, τάξεως τὸν κίνδυνον Id.1.23.3; τινὰ μεγάλης ἀποδοχῆς D.S.2.60:—Med., οὔτε νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο did not regard and hold in high esteem, A.Th.667:—Pass., to be held worthy, πρεσβείας Plb.12.10.8, cf. Iamb.VP36.265; ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Plb.5.83.4. II command, bid, πολλὰ Χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ A.Ag.572; σύ τοι κατηξίωσας thou didst decree it so, S.Ph.1095 (lyr.). III deign, vouchsafe, c. inf., Luc. Ind.3, Jul.Ep.204, PLond.2.232.14 (iv A.D.), POxy.1214 (v A.D.), etc. IV in bad sense, τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν let us not degrade it by likening it to... Pl.Ti.30c. V in argument, claim, maintain, Phld.Sign.30, al.:—Med., c. inf., Id.Rh.1.32S.
German (Pape)
[Seite 1367] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. juger digne;
II. juger à propos, d'où
1 déclarer;
2 décider, ordonner, vouloir;
Moy. καταξιόομαι, καταξιοῦμαι juger digne de faveur.
Étymologie: κατάξιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταξιόω [κατάξιος] waard achten, met acc. en inf.:; ταύτην κατηξιοῦτε μετέχειν τῶν τῆς πόλεως u achtte haar waardig om deel te hebben aan de stadszaken Apollod. [Dem.] 59.111; met acc. en gen. iem. iets:; καταξιωθῆναι τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ het koninkrijk van God waardig gekeurd worden NT 2 Thess. 1.5; pregn. hoogachten, waarderen: ook med.:; Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο Dike keek hem aan en hoogachtte hem Aeschl. Sept. 667; zich verwaardigen:. μηδενὶ ( sc. συνιστάναι ) καταξιώσωμεν laten we ons niet verwaardigen (de kosmos) met iets (gelijk te stellen) Plat. Tim. 30c. het juist vinden:; σὺ κατηξίωσας jij hebt het juist gevonden Soph. Ph. 1095; met inf.: χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ ik vind het passend blij te zijn met de gebeurtenissen Aeschl. Ag. 572.
Russian (Dvoretsky)
καταξιόω:
1) удостаивать, считать достойным (τινα μετέχειν τινός Dem. и τινά τινος Polyb., Diod.): μηδενὶ κ., sc. τι Plat. никому не приписывать какой-л. чести; pass. удостаиваться, быть или считаться достойным (πίστεως Plut.; καταξιωθέντες τυχεῖν τινος NT);
2) med. удостаивать своих милостей, благоволить (sc. Πολυνείκη Aesch.);
3) чтить, уважать (τινα Polyb.); pass. быть уважаемым (ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Polyb.);
4) считать правильным, желать: σύ τοι κατηξίωσας Soph. ты сам себе желал (этого); πολλὰ χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ Aesch. нужно, по-моему, забыть о (минувших) бедствиях.
English (Strong)
from κατά and ἀξιόω; to deem entirely deserving: (ac-)count worthy.
English (Thayer)
καταξιω: 1st aorist passive κατηξιωθην; to account worthy, judge worthy: τινα τίνος, one of a thing, Polybius 1,23, 3, etc.; Diodorus 2,60; Josephus, Antiquities 15,3, 8); followed by an infinitive, T Tr text WH κατισχύσητε); Demosthenes 1383,11 (cf. Plato, Tim. 30c.)).
Greek Monotonic
καταξιόω: μέλ. -ώσω,
I. θεωρώ άξιο τιμής, σε Πλάτ. — Μέσ., υπολήπτομαι, τιμώ στον μέγιστο βαθμό, σε Αισχύλ.
II. πολλὰ χαίρειν ξυμφορᾶς καταξιῶ, αποχαιρετώ με χαρά τις συμφορές, στον ίδ.· σύτοι κατηξίωσας, εσύ το θέλησες, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταξιόω: θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· μετὰ γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ συνειδέναι, τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., οὔτε νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., ἔργον ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ κελεύω ἢ λέγω, Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to deem worthy, Plat.:—Mid. to hold in high esteem, Aesch.
II. πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ I bid a long farewell to calamities, Aesch.; σύ τοι κατηξίωσας thou would'st have it so, Soph.
Chinese
原文音譯:kataxiÒw 卡特-阿克西俄哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-配的
字義溯源:視為完全應得的,值得考慮,應受的審判,值得,可算配得,算是配,配,能;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀξιόω)=視為有資格)組成;而 (ἀξιόω)出自(ἄξιος)*=應得的)。比較: (ἀξιόω)=視為有資格,合適
出現次數:總共(4);路(2);徒(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 可算配得(1) 帖後1:5;
2) 算是配(1) 徒5:41;
3) 你們能(1) 路21:36;
4) 配(1) 路20:35