πολυπλάνητος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui tombe de tous côtés <i>en parl. de coups</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui tombe de tous côtés <i>en parl. de coups</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυπλάνητος -ον [πολύς, πλανάομαι] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον ( sc. ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπλάνητος:''' ион. [[πουλυπλάνητος]] 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[долго странствовавший]] (τὸ Ἑλληνικὸν [[ἔθνος]] Her.): πολυπλάνητοι πόνοι Eur. мучительные скитания;<br /><b class="num">2)</b> [[подверженный постоянным изменениям]], [[полный превратностей]] ([[αἰών]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[направляемый то туда]], [[то сюда]]: πολυπλάνητα τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. часто сыплющиеся удары. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολυπλάνητος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> = [[πολυπλανής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>πολυπλάνητοι πόνοι</i>, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς [[πάσα]] [[κατεύθυνση]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολυπλάνητος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> = [[πολυπλανής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>πολυπλάνητοι πόνοι</i>, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς [[πάσα]] [[κατεύθυνση]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολυπλάνητος''': [ᾰ], -ον, = [[πολυπλανής]], ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], [[οἶδα]] τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-πλᾰ́νητος, ον, = [[πολυπλανής]]<br /><b class="num">I.</b> Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of [[wandering]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> of blows, falling in [[every]] [[direction]], Aesch. | |mdlsjtxt=πολυ-πλᾰ́νητος, ον, = [[πολυπλανής]]<br /><b class="num">I.</b> Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of [[wandering]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> of blows, falling in [[every]] [[direction]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, = πολυπλανής (roaming far, roaming long, straying, devious, wandering in all directions, much-erring, leading much astray), γένος, of the Dorians, Hdt. 1.56 ; αἰὼν π. αἰεί E. Hipp. 1110 (lyr.) ; π. πόνος the pains of wandering, Id. Hel. 1319 (lyr.). of blows, falling in every direction, A. Ch. 425 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui tombe de tous côtés en parl. de coups.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπλάνητος -ον [πολύς, πλανάομαι] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον ( sc. ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110.
Russian (Dvoretsky)
πολυπλάνητος: ион. πουλυπλάνητος 2 (ᾰ)
1) долго странствовавший (τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.): πολυπλάνητοι πόνοι Eur. мучительные скитания;
2) подверженный постоянным изменениям, полный превратностей (αἰών Eur.);
3) направляемый то туда, то сюда: πολυπλάνητα τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. часто сыплющиеся удары.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπλάνητος, -ον, ΝΜΑ
πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.)
2. (για χτυπήματα) εκείνος που δίνεται προς κάθε κατεύθυνση («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' ἄδην ἰδεῖν ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπλάνητον
η αστάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. ποντο-πλάνητος].
Greek Monotonic
πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον,
I. = πολυπλανής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πολυπλάνητοι πόνοι, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ.
II. λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς πάσα κατεύθυνση, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον, = πολυπλανής, ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ ἀστάθεια, οἶδα τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876.
Middle Liddell
πολυ-πλᾰ́νητος, ον, = πολυπλανής
I. Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of wandering, Eur.
II. of blows, falling in every direction, Aesch.