θυμικός: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein de cœur, courageux, ardent;<br /><i>Cp.</i> θυμικώτερος, <i>Sp.</i> θυμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
|btext=ή, όν :<br />plein de cœur, courageux, ardent;<br /><i>Cp.</i> θυμικώτερος, <i>Sp.</i> θυμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отважный]], [[смелый]] (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[пылкий]], [[страстный]] (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[ретивый]], [[горячий]] ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμικός]], -ή, -όν) [[θυμός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμικό</i>(<i>ν</i>)<br />το θυμοειδές, [[κατά]] την πλατωνική [[φιλοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> το [[σύνολο]] τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική [[ιδιοσυστασία]]» β. «θυμικό [[άσθμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>χημ.</b> «θυμικό οξύ» — η [[θυμόλη]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον [[σκύλο]]) [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμικῶς</i> (Α)<br />με θυμό, με [[οργή]], οργίλως.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμικός]], -ή, -όν) [[θυμός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμικό</i>(<i>ν</i>)<br />το θυμοειδές, [[κατά]] την πλατωνική [[φιλοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> το [[σύνολο]] τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική [[ιδιοσυστασία]]» β. «θυμικό [[άσθμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>χημ.</b> «θυμικό οξύ» — η [[θυμόλη]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον [[σκύλο]]) [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμικῶς</i> (Α)<br />με θυμό, με [[οργή]], οργίλως.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отважный]], [[смелый]] (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[пылкий]], [[страстный]] (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[ретивый]], [[горячий]] ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμικός, ή, όν [[θυμός]]<br />[[high]]-[[spirited]], [[passionate]], Arist.
|mdlsjtxt=θῡμικός, ή, όν [[θυμός]]<br />[[high]]-[[spirited]], [[passionate]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμικός Medium diacritics: θυμικός Low diacritics: θυμικός Capitals: ΘΥΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thymikós Transliteration B: thymikos Transliteration C: thymikos Beta Code: qumiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (θυμός) A high-spirited, of the dog, Arist.HA488b21: τὸ ἄρρεν -ώτερον Id.PA661b33: Sup., D.C.49.36. 2 = θυμοειδής 3, Pl.Def.415e, Arist.de An.432a25, Phld.Oec.p.33 J., Hierocl.in CA26p.480M. 3 irascible, Ath.2.38b; θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Arist.Rh. 1389a9. 4 Adv. -κῶς Plb.18.37.12: Comp. -ώτερον Id.7.13.3, Cic.Att.10.11.5.

German (Pape)

[Seite 1223] muthig, ζῷα Arist. H. A. 1, 1; zornig, leidenschaftlich, θυμ. καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὁρμῇ rhet. 2, 14; δύναμις, im Ggstz von γνώμη καὶ λογισμός, Pol. 18, 20, 7.– Adv., Pol. 18, 20, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de cœur, courageux, ardent;
Cp. θυμικώτερος, Sp. θυμικώτατος.
Étymologie: θυμός.

Russian (Dvoretsky)

θῡμικός:
1) отважный, смелый (ζῷα, οἷον κύων Arst.);
2) пылкий, страстный (θ. καὶ ὀξύθυμος Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);
3) ретивый, горячий (πῶλος θ. καὶ γοργός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμικός: -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, τολμηρός, θαρραλέος, ὁρμητικός, θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 5· ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12· συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμικός, -ή, -όν) θυμός
το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν)
το θυμοειδές, κατά την πλατωνική φιλοσοφία
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου
2. αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική ιδιοσυστασία» β. «θυμικό άσθμα»)
3. φρ. χημ. «θυμικό οξύ» — η θυμόλη.
αρχ.
1. (για τον σκύλο) ορμητικός, ζωηρός
2. ευέξαπτος, οξύθυμος, οργίλος.
επίρρ...
θυμικῶς (Α)
με θυμό, με οργή, οργίλως.

Middle Liddell

θῡμικός, ή, όν θυμός
high-spirited, passionate, Arist.