οἰοπόλος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui fait paître des brebis.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[πέλομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />solitaire, désert.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[πέλομαι]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui fait paître des brebis.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[πέλομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />solitaire, désert.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[πέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰοπόλος:''' [[οἶος]] пустынный, безлюдный ([[οὔρεα]], [[χῶρος]] Hom.).<br />[[οἶς]] пасущий овец ([[Ἑρμῆς]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰοπόλος:''' -ον ([[οἶς]], [[πολέω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μοναχικός]], μονάχος, [[μόνος]], [[ερημικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, [[βοσκός]], [[ποιμένας]], τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''οἰοπόλος:''' -ον ([[οἶς]], [[πολέω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μοναχικός]], μονάχος, [[μόνος]], [[ερημικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, [[βοσκός]], [[ποιμένας]], τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰο-[[πόλος]], ον, [οἶς, [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> traversed by [[sheep]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[lonely]], [[solitary]], [[single]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. tending [[sheep]], Hhymn. | |mdlsjtxt=οἰο-[[πόλος]], ον, [οἶς, [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> traversed by [[sheep]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[lonely]], [[solitary]], [[single]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. tending [[sheep]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (οἶος, πέλομαι) of places, A lonely, ὄρεα Od.11.574; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28. II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19; Ἑρμῆς h.Merc.314; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἰοπόλος: οἶος пустынный, безлюдный (οὔρεα, χῶρος Hom.).
οἶς пасущий овец (Ἑρμῆς HH).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οἰοπόλος solitary “οἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)
Greek Monolingual
(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακροπόλος.
(II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιπποπόλος.
Greek Monotonic
οἰοπόλος: -ον (οἶς, πολέω),·
I. 1. αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.
2. μοναχικός, μονάχος, μόνος, ερημικός, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
οἰο-πόλος, ον, [οἶς, πολέω
I. traversed by sheep, Hom.
2. lonely, solitary, single, Pind.
II. act. tending sheep, Hhymn.