παρεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]].
|btext=s'avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμβαίνω:''' [[входить]], [[погружаться]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]].
|mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμβαίνω:''' [[входить]], [[погружаться]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμβαίνω Medium diacritics: παρεμβαίνω Low diacritics: παρεμβαίνω Capitals: ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parembaínō Transliteration B: parembainō Transliteration C: paremvaino Beta Code: parembai/nw

English (LSJ)

fit in, εἰς ἐπιτομήν Ph.Bel.66.39; go in beside another, Plu.2.593f; τεθρίππῳ π. to be mounted beside another on... D.H.2.34; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.

German (Pape)

[Seite 514] (s. βαίνω), daneben einherschreiten, aufsteigen (ans Land), Plut. gen. Socr. 23; τεθρίππῳ παρεμβεβηκώς, D. Hal. 2, 34, wie ἅρματι 8, 67; παρ. ἐφ' ἁρματίου δίφρου, 5, 47, vom Triumphator; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

s'avancer dans, à côté de.
Étymologie: παρά, ἐμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβαίνω: входить, погружаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβαίνω: ἐμβαίνω ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, ἀναβαίνω πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΑ εμβαίνω
νεοελλ.
1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι
2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή άσκηση επιρροής
3. ανακατεύομαι σε μια υπόθεση, ενέργεια ή ασχολία που δεν μέ αφορά άμεσα, επειδή το θέλω ή επειδή είναι ανάγκη («το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)
4. (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω συναλλαγματική αντί του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν
5. (νομ.) α) προσέρχομαι, επεμβαίνω δικαστικώς για συμμετοχή μου σε δίκη υφιστάμενη μεταξύ άλλων προσώπων, με την αιτιολογία πως έχω νόμιμο συμφέρον το οποίο πρέπει να τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν κατά την εκδίκαση
β) μετέχω κατά πρόσκληση σε δικαιοπραξία συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους
αρχ.
1. βαίνω, βαδίζω κοντά σε κάποιον
2. ανεβαίνω δίπλα σε κάποιον πάνω σε άρμα.