σύγκριμα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκρῐμα:''' ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκρῐμα:''' ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρῐμα Medium diacritics: σύγκριμα Low diacritics: σύγκριμα Capitals: ΣΥΓΚΡΙΜΑ
Transliteration A: sýnkrima Transliteration B: synkrima Transliteration C: sygkrima Beta Code: su/gkrima

English (LSJ)

ατος, τό, A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11. 2 σ. μουσικῶν concert, LXX Si.35(32).(7) 5. II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21. III = σύγκρισις 111, LXX Da.5.26.

German (Pape)

[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρῐμα: ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.