ἀναχώρησις: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de se retirer]], [[retraite]];<br /><b>2</b> [[lieu de retraite]], [[refuge]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχωρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de se retirer]], [[retraite]];<br /><b>2</b> [[lieu de retraite]], [[refuge]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχωρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[отступление]] Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. [[отступать лицом к противнику]];<br /><b class="num">2)</b> [[отлив]] (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иссякание]], [[высыхание]]: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. [[с обмелением реки]];<br /><b class="num">4)</b> [[уход]]: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. [[уход из жизни]], [[кончина]];<br /><b class="num">5)</b> [[убежище]] (ἀ. τε καὶ [[ἀφορμή]] Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχώρησις:''' ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ή [[τόπος]] υποχώρησης, [[καταφύγιο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀναχώρησις:''' ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ή [[τόπος]] υποχώρησης, [[καταφύγιο]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[отступление]] Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. [[отступать лицом к противнику]];<br /><b class="num">2)</b> [[отлив]] (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иссякание]], [[высыхание]]: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. [[с обмелением реки]];<br /><b class="num">4)</b> [[уход]]: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. [[уход из жизни]], [[кончина]];<br /><b class="num">5)</b> [[убежище]] (ἀ. τε καὶ [[ἀφορμή]] Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχώρησις Medium diacritics: ἀναχώρησις Low diacritics: αναχώρησις Capitals: ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: anachṓrēsis Transliteration B: anachōrēsis Transliteration C: anachorisis Beta Code: a)naxw/rhsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,
A retiring, retreat, Hdt.9.22, Th.1.12,al.; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retreat, of a river, D.S.1.10; of waves, ἐπιδρομαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Arist. Mu.400a27; τοῦ ποταμοῦ PPetr.2p.45(iii B.C.).
II place or means of retreat, Th.1.90, D.19.41.
III return, Pl.Phlb.32b.
IV absence, τὰ ὄντα ἐν ἀναχωρήσει BGU447.6 (ii A.D.), cf. PTeb.353.6 (ii A.D.); retirement, μετὰ φίλων ἀναχώρησιν εὔσχολον Phld.Oec.p.64J.

Spanish (DGE)

ἀναχωρήσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀναχωρήσιος Hdt.9.22]
I c. mov.
1 retirada en la guerra, Hdt.l.c., τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου Th.1.12, σημαίνειν ἀναχώρησιν tocar retirada Th.5.10, ἐν τάξει Plb.11.21.5, κατὰ πόδα Plb.11.24.7, cf. Aeschin.3.87, I.BI 2.86, AI 1.203, D.C.50.12.8
en gener. retroceso, marcha atrás Ph.2.539
vuelta Pl.Phlb.32b.
2 refugio τὴν ... Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι Th.1.90, cf. D.19.41.
3 partida, marcha del alma, e.d. muerte Const. en Eus.VC 2.40.
4 esp. del agua ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retirarse, bajar el agua de un río D.S.1.10, c. gen. τοῦ ποταμοῦ PPetr.2.13.19.9 (III a.C.), ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις = el ir y venir de las olas Arist.Mu.400a27.
II sin mov.
1 retiro μετὰ φίλων ἀ. εὔσχολον Phld.Oec.p.64, ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν ἀγροικίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη M.Ant.4.3.
2 ausencia τὴν ἀναχώρησιν ποιοῦνται están ausentes, BGU 1215.16 (III a.C.), τὸν ἀδελφόν μου] ... ὄντα ἐν ἀναχωρήσι BGU 447.6 (II d.C.), cf. PTeb.353.6 (II d.C.).
3 abandono, olvido τῶν εἰδώλων Eus.DE 1.6.6.
4 privación τις ἀπὸ τοῦ καλοῦ ἀ. τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.Or.Catech.27.10
pérdida ὅταν λυπῆται ἐπὶ ἡδονῆς ἀναχωρήσει Dam.in Phlb.164.7.

German (Pape)

[Seite 215] ἡ, 1) das Zurückweichen, Rückzug, Her. neben ἀναστροφή 9, 22; Thuc. oft u. Folgde; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι, sich zurückziehen, Pol. 8, 16; vom Flusse, D. Sic. 1, 10. – 2) der Zufluchtsort, ἀναχώρησιν ἑαυτῷ καταλιπεῖν Dem. 19, 41; Thuc. 1. 90.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se retirer, retraite;
2 lieu de retraite, refuge.
Étymologie: ἀναχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχώρησις: εως ἡ
1) отход, отступление Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ πόδα ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать лицом к противнику;
2) отлив (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);
3) иссякание, высыхание: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. с обмелением реки;
4) уход: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. уход из жизни, кончина;
5) убежище (ἀ. τε καὶ ἀφορμή Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχώρησις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, ἀποχώρησις, ὑποχώρησις, ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ συχν. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. καταφύγιον, Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11.

Greek Monotonic

ἀναχώρησις: ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, ,
I. υποχώρηση, οπισθοχώρηση, αποχώρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. τρόπος ή τόπος υποχώρησης, καταφύγιο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀναχωρέω
I. a drawing back, retiring, retreating, Hdt., Thuc.
II. a means or place of retreat, refuge, Thuc.

English (Woodhouse)

retirement, retreat, withdrawal, place of retirement, place of retreat

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)