ἀνώγαιον: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀνώγεων]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀνώγεων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώγαιον:''' τό [[верхний этаж дома]], [[горница]] или [[кладовая]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώγαιον:''' ή ἀνώ-γεον, τό ([[ἄνω]], [[γαῖα]]), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το [[έδαφος]]· ο [[ανώτερος]] όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως [[αποθήκη]], σε Ξεν. ή ως [[αίθουσα]] δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνώγαιον:''' ή ἀνώ-γεον, τό ([[ἄνω]], [[γαῖα]]), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το [[έδαφος]]· ο [[ανώτερος]] όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως [[αποθήκη]], σε Ξεν. ή ως [[αίθουσα]] δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώγαιον:''' τό [[верхний этаж дома]], [[горница]] или [[кладовая]] Xen.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:04, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώγαιον Medium diacritics: ἀνώγαιον Low diacritics: ανώγαιον Capitals: ΑΝΩΓΑΙΟΝ
Transliteration A: anṓgaion Transliteration B: anōgaion Transliteration C: anogaion Beta Code: a)nw/gaion

English (LSJ)

or ἀνώγεον, τό, (ἄνω, γαῖα) A anything raised from the ground: the upper floor of a house, used as a granary, X.An.5.4.29 (s.v.l.), Antiph.312; as a dining-room, Ev.Marc.14.15, Ev.Luc.22.12. 2 prison, Suid. (ἀνώγεον in GDI1581 (Dodona); ἀνάγαιον and ἀνόκαιον are also found in codd., cf. AB405, Suid.)

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἀνώγεον X.An.5.4.29; ἀνώγεων Callisth.Olynth.17, Antiph.312; ἀνώγειον SB 5286.19
1 piso superior Antiph.l.c., SB l.c., Pall.H.Laus.6.9.
2 granero, almacén X.l.c., Gp.2.27.1, GDI 1581.4 (Dodona).
3 prisión Callisth.Olynth.l.c.; cf. ἀνάγαιος 2.

German (Pape)

[Seite 268] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀνώγεων.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώγαιον: τό верхний этаж дома, горница или кладовая Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώγαιον: ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, γαῖα) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ ὑπερῷον τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη, κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - ὡσαύτως, ὡς δειπνητήριον, Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) δεσμωτήριον, Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. ἀναγκαῖον, πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνάκαιον. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.

Greek Monolingual

ἀνώγαιον κ. ἀνώγεον, το (Α)
βλ. ανώγι.

Greek Monotonic

ἀνώγαιον: ή ἀνώ-γεον, τό (ἄνω, γαῖα), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το έδαφος· ο ανώτερος όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως αποθήκη, σε Ξεν. ή ως αίθουσα δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

See also: γῆ

Middle Liddell

[ἄνω, γαῖα
anything raised from the ground; the upper floor of a house, used as a granary, Xen.; as a dining-room, Lat. coenaculum, NTest.