πιλέω: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πῑλέω, fut. -ήσω [[πῖλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[compress]] [[wool]], πιληθεὶς [[πέτασος]] a [[felt]] hat, Anth.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[close]] pressed, kneaded, Anth. | |mdlsjtxt=πῑλέω, fut. -ήσω [[πῖλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[compress]] [[wool]], πιληθεὶς [[πέτασος]] a [[felt]] hat, Anth.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[close]] pressed, kneaded, Anth. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=στριμώχνω). Ἀπό τό οὐσ. [[πῖλος]] (=μάλλινο [[κάλυμμα]] ἀπό συμπιεσμένα μαλλιά).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πίλημα]] (=συμπιεσμένα μαλλιά), συμπίλημα, [[πίλησις]] (=συμπύκνωση μαλλιῶν), [[συμπίλησις]], [[πιλητής]], [[πιλητικός]], [[συμπιλητικός]], [[πιλητός]], [[πίλινος]],[[πιλωτός]], [[πιλόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:53, 14 October 2022
English (LSJ)
(πῖλος) A = πιλόω (which is rejected by EM672.12), compress wool, make it into felt, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, AP6.282 (Theod.). II generally, compress, close up, πιλοῦντες ἑαυτούς Ar. Lys.577; πιλήσαντες τοὺς λόχους D.H.9.58; make firm or solid, π. καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα, τὸ σῶμα, Gal.11.758,394; τρίψει… π. τὸ δέρμα Id.6.417:—Pass., to be close pressed, διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Arist.Mete.366b13; χθὼν… οὔπω πιληθεῖσα made solid, A.R.4.678; ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα kneaded, APl.4.333 (Antiphil.); to be condensed, [σελήνην] νέφος εἶναι πεπιλημένον Xenoph. ap. Placit.2.25.4; of air, Hero Spir.1 Praef.; of a man, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλημένος Ph.2.449, cf. Porph.Chr.35; ἰσχνός, τὴν σάρκα πεπιλ. J.BJ6.1.6; τοῖς χείλεσι πιλουμένοις compressed, Sch.D.T.p.43 H. 2 π. πουλύπουν pound a polypus so as to make it tender, πουλύπου πιλουμένου Ar.Fr.191; π. πλεκτάνας Eub.150.7, cf. Arist. HA622a16 (Pass.), Zen.3.24. 3 metaph. in Pass., to be oppressed, overwhelmed, κακοῖς Hegesias ap.D.H.Comp.18; τῷ θανάτῳ πεπιλημένος Agath.5.3.
German (Pape)
[Seite 615] 1) Wolle krämpen, filzen, πιληθεὶς πέτασος Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; γαῖα ὑπ' ἠέρι πιληθεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch μᾶζα ὕδατι πιληθεῖσα, Antiph. 14 (Plan. 333); Plut. vrbdt πιληθεὶς καὶ πυκνωθείς, de def. orac. 47.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fouler, presser ; Pass. être compact, condensé.
Étymologie: DELG πῖλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιλέω [πῖλος] samenpersen.
Russian (Dvoretsky)
πῑλέω:
1) (о шерсти) валять: πιληθεὶς πέτασος Anth. войлочная широкополая шляпа;
2) кулин. размягчать ударами, отбивать (πουλύπουν Arph.);
3) сжимать, сдавливать: γῆ πεπιλημένη ὑπὸ κρύους Plut. затвердевшая от холода земля; οἱ πιλοῦντες ἑαυτούς Arph. столпившиеся, сбившиеся в кучу; νέφος πεπιλημένον Plut. сгустившееся облако;
4) втаптывать (в землю), заделывать (οἱ σῖτοι πιληθέντες Arst.).
Greek Monotonic
πῑλέω: μέλ. -ήσω (πῖλος)·
I. συμπιέζω το μαλλί, το στουμπώνω, πιληθεὶς πέτασος, τσόχινο καπέλο, σε Ανθ.
II. είμαι σφιχτά συμπιεσμένος, είμαι ζυμωμένος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλέω: (πίλος) = πιλόω (ὁ τύπος πιλόω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), συμπιέζω τὸ ἔριον καὶ πιέζων κατασκευάζω πίλημα, πιληθεὶς πέτασος, πέτασος ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. καθόλου, συνωθῶ εἰς ἓν μέρος, «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· χθών... οὔπω πιληθεῖσα, μήπω στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην νέφος εἶναι πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα αὐτοῦ καταστήσω τρυφερωτέραν (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.
Middle Liddell
πῑλέω, fut. -ήσω πῖλος
I. to compress wool, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, Anth.
II. Pass. to be close pressed, kneaded, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=στριμώχνω). Ἀπό τό οὐσ. πῖλος (=μάλλινο κάλυμμα ἀπό συμπιεσμένα μαλλιά).
Παράγωγα: πίλημα (=συμπιεσμένα μαλλιά), συμπίλημα, πίλησις (=συμπύκνωση μαλλιῶν), συμπίλησις, πιλητής, πιλητικός, συμπιλητικός, πιλητός, πίλινος,πιλωτός, πιλόω.