νοσώδης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νοσώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[плохого здоровья]], [[болезненный]] ([[σῶμα]] Plat.; φύσει Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вредный для здоровья]], [[нездоровый]] ([[χωρίον]] Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[губительный]] (ἀστραπαί Eur.).
|elrutext='''νοσώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[плохого здоровья]], [[болезненный]] ([[σῶμα]] Plat.; φύσει Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вредный для здоровья]], [[нездоровый]] ([[χωρίον]] Isocr.);<br /><b class="num">3</b> [[губительный]] (ἀστραπαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσώδης Medium diacritics: νοσώδης Low diacritics: νοσώδης Capitals: ΝΟΣΩΔΗΣ
Transliteration A: nosṓdēs Transliteration B: nosōdēs Transliteration C: nosodis Beta Code: nosw/dhs

English (LSJ)

ες, A sickly, ailing, Hp.Aph.7.67 (Comp.); τὰ ν., opp. τὰ ὑγιεινά, Pl.R.438e; of persons, ib.406a; ν. σῶμα, βίος, ib.556e, Lg. 734d; τὸ ν. sickly condition, Plu.2.662f. II Act., unwholesome, pestilential, ἠήρ Hp.Aër.6; θέρος Arist.Pr.859b22; χωρίον Isoc.19.22; τόποι Arist.Top.115b20; of plants, Thphr.HP7.9.4; τὸ ν. Pl. Cri.47d: metaph., baneful, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν E.Supp.423; δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς Id.Or.480. Adv. -ωδῶς Gal.9.393, 408: correctly used only in Comp. acc. to Poll.3.105.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 malade, maladif;
2 malsain ; fig. funeste à, τινι.
Étymologie: νόσος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

νοσώδης:
1 плохого здоровья, болезненный (σῶμα Plat.; φύσει Plut.);
2 вредный для здоровья, нездоровый (χωρίον Isocr.);
3 губительный (ἀστραπαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ ὑγιεινός, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, σῶμα, βίος Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ κατάστασις, Πλούτ. 2. 662F· - καθόλου, νοσηρός, ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ ὑγιεινός, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, ὡς τὸ νοσηρός, ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νοσώδης, -ῶδες) νόσος
1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος
2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῖαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)
3. αυτός που προκαλεί συμφορές, ολέθριος, καταστρεπτικόςδράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νοσώδες
ομοιοπαθητικό φάρμακο που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα του οργανισμού σε μεγάλη αραίωση και χρησιμοποιείται στη θεραπεία τών αντίστοιχων νόσων
αρχ.
1. μτφ. φαύλος, διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοσώδες
νοσηρή κατάσταση («κατηγορεῖ... ή βραχύτης τοῦ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», Πλούτ.).
επίρρ...
νοσωδῶς και νοσώδως (Α)
με νοσώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσώδης: -ες (εἶδος
I. αρρωστημένος, ασθενικός, πονεμένος, αυτός που βρίσκεται σε νοσηρή κατάσταση, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. Ενεργ., όχι υγιεινός, λοιμώδης, επιβλαβής, ολέθριος, σε Ευρ.

Middle Liddell

νοσ-ώδης, ες εἶδος
I. sickly, diseased, ailing, Plat., etc.
II. act. pestilential, baneful, Eur.

English (Woodhouse)

diseased, harmful, ill, insalubrious, pestilential, poisonous, sick, unwell, disposed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό νόσος + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη νόσος.

German (Pape)

ες, krankhaft, kränklich; γενόμενος, Plat. Rep. III.406a; [[Gegensatz]] von ὑγιεινός, IV.438e, Charm. 170e, öfter; Sp., wie Plut. Lyc. 16; – auch act., ungesund, krank machend, τὰ νοσώδη νόσον ἐμποιεῖ, Plat. Rep. IV.444c; Plut. Lyc. 4; χωρίον, Isocr. 19.22.
übertragen, fehlerhaft, verderbt, Plat. Rep. III.408b.