πηκτή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[птицеловная сеть]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[спрессованный творог]], [[сыр]] Theocr., Anth.
|elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[птицеловная сеть]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[спрессованный творог]], [[сыр]] Theocr., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτή Medium diacritics: πηκτή Low diacritics: πηκτή Capitals: ΠΗΚΤΗ
Transliteration A: pēktḗ Transliteration B: pēktē Transliteration C: pikti Beta Code: phkth/

English (LSJ)

Dor. πακτά, ἡ, v. πηκτός.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, dor. πακτά, s. πηκτός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 filet pour les oiseaux;
2 fromage de lait caillé.
Étymologie: πηκτός II. 1 et 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πηκτή: дор. πακτά (τᾱ) ἡ
1 птицеловная сеть Arph., Arst.;
2 спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. πηκτός.

Greek Monolingual

η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α
νεοελλ.
χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος
2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα
3. ζελατίνη
4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμών
β) «χρωματογραφία πηκτής»
χημ. τεχνική της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού
αρχ.
1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. τυρί νωπό, χλωρό
3. ποικιλία του συμφύτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πηκτός. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. gelatine].

Greek Monotonic

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ (πηκτός
I. δίχτυ ή κλουβί που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.
II. ανθότυρο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πηκτός
I. a net or cage set to catch birds, Ar.
II. cream-cheese, Theocr.