ἐπιπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλάσσω:''' атт. [[ἐπιπλάττω]] (fut. ἐπιπλάσω)<br /><b class="num">1)</b> [[намазывать]], [[накладывать]] (γῆν σημαντρίδα Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[замазывать]], [[затыкать]], [[закрывать]] (τὰ [[ὦτα]] Arst.): αἰσθήσεις ἐπιπεπλασμέναι Arst. спутанное сознание.
|elrutext='''ἐπιπλάσσω:''' атт. [[ἐπιπλάττω]] (fut. ἐπιπλάσω)<br /><b class="num">1</b> [[намазывать]], [[накладывать]] (γῆν σημαντρίδα Her.);<br /><b class="num">2</b> [[замазывать]], [[затыкать]], [[закрывать]] (τὰ [[ὦτα]] Arst.): αἰσθήσεις ἐπιπεπλασμέναι Arst. спутанное сознание.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:24, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλάσσω Medium diacritics: ἐπιπλάσσω Low diacritics: επιπλάσσω Capitals: ΕΠΙΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: epiplássō Transliteration B: epiplassō Transliteration C: epiplasso Beta Code: e)pipla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπιπλάττω, A spread or plaster on, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας Hdt.2.38; τι ἐπὶ δῆγμα Thphr.HP9.13.3; τί τινι Gal.11.86. II. plaster up, τὰ ὦτα Arist.Pr.875a36; τοὺς πόρους Thphr.Sens.8. III. mould upon, ποπάνοις ἵππον ποτάμιον Plu.2.371d, cf. 362f:—Pass., ναστὸς ἐπιπεπλασμένος moulded, IG22.1367. IV. Med., plaster over, νηδύν Ael.Fr.89.

German (Pape)

[Seite 970] (s. πλάσσω), 1) darausstreichen, beschmieren, τί τινι, Galen.; auch τί, Etwas zustreichen, zuschmieren, Medic.; vgl. ἐπιπλάττει τὰ ὦτα Arist. probl. 3, 27; – ἐπιπλαστέον, man muß bestreichen, Geop. – 2) dazu bilden, Philo.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιπλάσω;
mouler sur ; appliquer un enduit de, acc..
Étymologie: ἐπί, πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλάσσω: атт. ἐπιπλάττω (fut. ἐπιπλάσω)
1 намазывать, накладывать (γῆν σημαντρίδα Her.);
2 замазывать, затыкать, закрывать (τὰ ὦτα Arst.): αἰσθήσεις ἐπιπεπλασμέναι Arst. спутанное сознание.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἐπιθέτω ἢ ἐπαλείφω τι ἐπάνω εἴς τι, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον Ἡρόδ. 2. 38· τι ἐπί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 2· τί τινι Γαλην. ΙΙ. «βουλλώνω», «στουπώνω», τὰ ὦτα Ἀριστ. Προβλ. 3. 27· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Αἰσθ. 8.

Greek Monolingual

ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) πλάσσω
νεοελλ.
καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω
αρχ.
1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.)
2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)
3. πλάθω, σχηματίζω πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άσω [ᾰ], απλώνω, επιθέτω ως έμπλαστρο επάνω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. άσω
to spread as a plaster over, Hdt.