ὁμῶς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμῶς:'''<br /><b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> [[одинаково]], [[в равной степени]] ([[ἄμφω]] φιλεῖν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[поровну]] Hes.;<br /><b class="num">3)</b> [[равным образом]], [[а также]] (ὁ. ἵπποι τε καὶ [[ἄνδρες]] Hom.): τό τ᾽ [[ἦμαρ]] καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ὁ. Aesch. как днем, так и ночью;<br /><b class="num">4)</b> [[вместе]], [[сразу]] (πάντες ὁ. Hom.).<br /><b class="num">II</b> е знач. praep. [[cum]] dat. словно, наподобие, подобно (ἐχθρὸς ὁ. Ἀΐδαο πύλῃσι Hom.).
|elrutext='''ὁμῶς:'''<br /><b class="num">I</b><br /><b class="num">1</b> [[одинаково]], [[в равной степени]] ([[ἄμφω]] φιλεῖν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[поровну]] Hes.;<br /><b class="num">3</b> [[равным образом]], [[а также]] (ὁ. ἵπποι τε καὶ [[ἄνδρες]] Hom.): τό τ᾽ [[ἦμαρ]] καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ὁ. Aesch. как днем, так и ночью;<br /><b class="num">4</b> [[вместе]], [[сразу]] (πάντες ὁ. Hom.).<br /><b class="num">II</b> е знач. praep. [[cum]] dat. словно, наподобие, подобно (ἐχθρὸς ὁ. Ἀΐδαο πύλῃσι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:51, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῶς Medium diacritics: ὁμῶς Low diacritics: ομώς Capitals: ΟΜΩΣ
Transliteration A: homō̂s Transliteration B: homōs Transliteration C: omos Beta Code: o(mw=s

English (LSJ)

Adv. of ὁμός, A equally, likewise, alike, Il.1.196,9.605, Od.11.565 (nisi leg. ὅμως), A.Eu.388 (lyr.); in equal parts, Hes.Th.74 : accompanying two Substs. joined by καί, like Engl. both, πλῆθεν ὁ. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν both of men and horses alike, Il.8.214; κάτθαν' ὁ. ὅ τ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς 9.320, cf. 11.708, Od.10.28, E.El. 407; ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις ὁ. Pi.P.9.40; τό τ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ὁ. A.Eu.692; κἀκεῖ κἀνθάδ' ὢν . . ὁ. S.Aj.1372. 2 freq. πάντες ὁ. all together, all alike, Il.17.422, Od.4.775, etc.; πᾶσι . . ὁ. Thgn.252; πάντῃ ὁ. Hes.Th.366; ἐς τὰ πάνθ' ὁ. A.Pr.736. II c. dat., like as, equally with, ἐχθρὸς ὁ. Ἀΐδαο πύλῃσιν Il.9.312; ὁ. Πριάμοιο τέκεσσι τῖον 5.535, cf. 14.72.

German (Pape)

[Seite 344] adv. zu ὁμός, gleicherweise, eben so, gleich; ἄμφω ὁμῶς φιλέουσα, Il. 1, 196, vgl. 9, 605 Od. 11, 565 u. öfter; zu gleichen Theilen, Hes. Th. 74. Häufig wird es zu zweien schon durch καί verbundenen Substantiven gesetzt, um die gleichmäßige Beziehung derselben auf das Verbum genauer anzudeuten, ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι, Il. 11, 708; πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, 8, 214. 17, 644; ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, Od. 10, 28, wir fuhren eben so bei Tage wie bei Nacht; Aesch. τό, τ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ὁμῶς, Eum. 662; τἀκεῖ κἀνθάδ' ἂν ὁμῶς ἔχθιστος ἔσται, Soph. Ai. 1351; καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέονται, Pind. P. 9, 40, öfter; πάντες ὁμῶς alle gleichmäßig, alle zusammt; Od. 4, 775. 8, 542 Il. 17, 422; πάντη ὁμῶς, Hes. Th. 366; ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς βίαιος, Aesch. Prom. 738. – C. dat., gleichwie Einer, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν, so mild wie du, Od. 13, 405, ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν Il. 9, 312 Odyss. 14, 156, verhaßt wie die Pforten des Hades, wie der Tod, gleich dem Tode, vgl. Il. 5, 535. 14, 72; auch = zugleich mit, Theogn. 246.

French (Bailly abrégé)

adv.
également, de la même façon, de même;
1 abs. πάντες ὁμῶς OD tous également, tous ensemble ; ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν IL également de chevaux et d’hommes ; ὁμῶς νύκτας τε καὶ ἦμαρ OD aussi bien le jour que la nuit;
2 avec le dat. : de même que : ὁμῶς τοι ἤπια οἶδεν OD il s'entend à la clémence aussi bien que toi ; ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσι IL haï autant que les portes d’Hadès.
Étymologie: ὁμός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῶς:
I
1 одинаково, в равной степени (ἄμφω φιλεῖν Hom.);
2 поровну Hes.;
3 равным образом, а также (ὁ. ἵπποι τε καὶ ἄνδρες Hom.): τό τ᾽ ἦμαρ καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ὁ. Aesch. как днем, так и ночью;
4 вместе, сразу (πάντες ὁ. Hom.).
II е знач. praep. cum dat. словно, наподобие, подобно (ἐχθρὸς ὁ. Ἀΐδαο πύλῃσι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῶς: Ἐπίρρ. τοῦ ὁμός, ὡς τὸ ὁμοίως τοῦ ὅμοιος, ἐπ’ ἴσης, ἐξ ἴσου, ὁμοίως, Λατ. pariter, Ἰλ. Α. 196, Ι. 605, Ὀδ. Λ. 565, καὶ ἐνίοτε παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Εὐμ. 388, Σοφ. Αἴ. 1372, Εὐρ. Ἠλ. 407· εἰς ἴσα μέρη, Ἡσ. Θ. 74· ὡς τὸ ὁμοῦ, συναπτόμενον μετὰ δύο οὐσιαστικῶν συνδεομένων διὰ τοῦ καὶ καὶ δεικνύον ὅτι ἀμφότερα ἔχουσι τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα, πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, ἐπληροῦτο ὁμοίως ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, Ἰλ. Θ. 214· κάτθαν’ ὁμῶς ὅ τ’ ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλά ἐοργὼς Ι. 320, πρβλ. Λ. 708, Ὀδ. Κ. 28, κτλ.· ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις ὁμῶς Πινδ. Π. 9. 71· τό τ’ ἦμαρ καὶ κατ’ εὐφρόνην ὁμῶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· κἀκεῖ κἀνθάδ’ ὢν ... ὁμῶς Σοφ. Αἴ. 1372. 2) συχνάκις, πάντες ὁμῶς, πάντες ὁμοῦ, πάντες ἐπ’ ἴσης, Ὀδ. Δ. 775, Ἰλ. Σ. 422, κτλ.· πάντῃ ὁμῶς Ἡσ. Θ. 366· ἐς τὰ πάνθ’ ὁμῶς Αἰσχύλ. Πρ. 736. ΙΙ. μετὰ δοτ., ὁμοίως ὡς, ἀκριβῶς ὡς, ἐπ’ ἴσης καί .., ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι, μισητὸς ὡς ὁ θάνατος, Ἰλ. Ι. 312· ὁμῶς ... Πριάμοιο τέκεσσιν τῖον Ε. 535, πρβλ. Ξ. 72. 2) ὁμοῦ, Θέογν. 252. - Πρβλ. ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 154.

English (Autenrieth)

(ὁμός): together, alike, likewise, equally as, just as.

English (Slater)

v. ὁμοίως.

Greek Monolingual

ὁμῶς (Α)
επίρρ. βλ. ομός.

Greek Monotonic

ὁμῶς: επίρρ. του ὁμός,
I. 1. εξίσου, παρομοίως, επίσης, Λατ. pariter, σε Όμηρ., Τραγ.· πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, ήταν γεμάτο εξίσου από άλογα και ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ.· πάντες ὁμῶς, όλοι εξίσου, σε Όμηρ.
II. με δοτ., ακριβώς όπως, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως, ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι, μισητός όπως ακριβώς ο θάνατος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μαζί με, σε Θέογν.

Middle Liddell

[adverb of ὁμός
I. equally, likewise, alike, Lat. pariter, Hom., Trag.; πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν was filled full both of men and horses alike, Il.; πάντες ὁμῶς all alike, Hom.
II. c. dat. like as, equally with, ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι hated like the gates of hell, Il.
2. together with, Theogn.

English (Woodhouse)

alike, together, at the same time, equally alike

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search