ὁρισμός: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de borner, de limiter;<br /><b>2</b> engagement précis, exacte obligation.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[action de borner]], [[de limiter]];<br /><b>2</b> engagement précis, exacte obligation.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρισμός Medium diacritics: ὁρισμός Low diacritics: ορισμός Capitals: ΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: horismós Transliteration B: horismos Transliteration C: orismos Beta Code: o(rismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.).
II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al.
III wager, Plu.Alex.6, TG14.
IV decree, LXXDa.6.12(13).
V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὁρισμός:
1 разграничение, размежевание (ὁ. ἀκριβής Arst.);
2 определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;
3 условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ συνθήκη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμόςορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.

Greek Monotonic

ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁρισμός, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. a marking out by boundaries, limitation, Arist.
II. the definition of a word, Arist.

Translations

limitation

Armenian: սահմանափակում; Catalan: limitació; Chinese Danish: begrænsning; Dutch: begrenzing, beperking, inperking; Esperanto: limitado; Estonian: piiramine; Finnish: rajoitus, rajoittaminen; French: limitation; German: Limitieren, Limitierung, Begrenzen, Begrenzung; Irish: teorannú; Italian: limitazione; Maori: aukatinga; Norwegian Bokmål: begrensning; Portuguese: limitação; Romanian: limitare; Russian: ограничение; Spanish: limitación

definition

Albanian: përkufizim, përcaktim; Arabic: تَعْرِيف‎; Azerbaijani: tərif; Bashkir: билдәләмә; Belarusian: азначэ́нне, вызначэ́нне, дэфіні́цыя; Bulgarian: определение, дефиниция; Burmese: အနက်; Catalan: definició; Chinese Mandarin: 定義, 定义, 釋義, 释义; Czech: definice; Danish: definition; Dutch: definitie, omschrijving; Esperanto: difino; Estonian: definitsioon; Finnish: määritelmä; French: définition; Galician: definición; Georgian: განმარტება, განსაზღვრება, დეფინიცია; German: Begriffserklärung, Definition; Greek: ορισμός; Ancient Greek: ὁρισμός; Haitian Creole: definisyon; Hebrew: הַגְדָּרָה‎; Hindi: परिभाषा, शब्दार्थ; Hungarian: definíció, meghatározás; Icelandic: orðskýring; Irish: sainmhíniú; Italian: definizione; Japanese: 定義, 語義; Kazakh: анықтама, дефиниция; Khmer: និយមន័យ; Korean: 정의(定義); Kurdish Central Kurdish: پێناسە‎; Kyrgyz: аныктама, дефиниция; Lao: ນິຍາມ; Latvian: definīcija; Lithuanian: apibrėžimas, definicija; Macedonian: дефиниција; Malay: takrif, definisi; Malayalam: നിർവ്വചനം; Maori: aronga; Mongolian: тодорхойлолт; Norwegian Bokmål: definisjon; Pashto: تعريف‎; Persian: تعریف‎; Polish: definicja; Portuguese: definição; Romanian: definire, definiție; Russian: определение, дефиниция; Sanskrit: शब्दार्थ; Scottish Gaelic: sònrachadh, comharrachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: дефиниција; Roman: definicija; Slovak: definícia; Slovene: definicija; Spanish: definición; Swedish: definition; Tagalog: kahulugan; Tajik: таъриф; Tatar: билгеләмә; Thai: การกำหนด, การนิยาม, คำนิยาม, นิยาม; Tibetan: མཚན་ཉིད; Turkish: tarif, tanım; Turkmen: kesgitleme, kesgitnama; Ukrainian: означення, визначення, дефіні́ція; Urdu: تعریف‎; Uyghur: تەبىر‎; Uzbek: taʻrif, definitsiya; Vietnamese: định nghĩa