κατείβω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />verser, répandre : [[δάκρυ]] OD une larme;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατείβομαι tomber en coulant, couler, s'écouler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴβω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />verser, répandre : [[δάκρυ]] OD une larme;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατείβο]]μαι tomber en coulant, couler, s'écouler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴβω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:50, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείβω Medium diacritics: κατείβω Low diacritics: κατείβω Capitals: ΚΑΤΕΙΒΩ
Transliteration A: kateíbō Transliteration B: kateibō Transliteration C: kateivo Beta Code: katei/bw

English (LSJ)

poet. for καταλείβω, A let flow down, shed, τί νυ δάκρυ κατείβετον Od.21.86:—Med., flow apace, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il.24.794; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ Styx's downward flowing water, Od.5.185: metaph., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών life was flowing, passing away, ib.152: rare in Att., τί δάκρυον κατείβεται; Ar.Lys. 127 (paratrag.). II trans., flood, overflow, metaph., Ἔρος κατείβων καρδίαν Alcm.36:—Pass., overflow with, γλυκερῇ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ, A.R.3.290; κατείβετο θυμὸς ἀκουῇ ib.1131.

German (Pape)

[Seite 1394] poet. = καταλείβω, herabfließen lassen, vergießen; τί νυ δάκρυ κατείβετον Od. 21, 86; öfter in tmesi; θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il. 24, 794; τί δάκρυον κατείβεται Ar. Lys. 127; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende, Od. 5, 185; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß, 5, 152; vgl. Ap. Rh. 3, 1131. – Durch-, überströmen, ἔρως με δ' αὖτε Κύπριδος ἕκατι κατείβων καρδίαν ἰαίνει Alcm. bei Ath. XIII, 600 f.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
verser, répandre : δάκρυ OD une larme;
Moy. κατείβομαι tomber en coulant, couler, s'écouler.
Étymologie: κατά, εἴβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-είβω poët. voor καταλείβω; alleen praes. en imperf. 3 sing. κατείβετο act. storten, vergieten:. δάκρυ tranen Od. 21.86. med. naar beneden stromen:; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ het omlaag stromende water van de Styx Od. 5.185; overdr.: verstrijken, voorbijgaan:. κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών het heerlijke leven ging voorbij Od. 5.152.

Russian (Dvoretsky)

κατείβω: (только praes. и impf.) проливать, струить (δάκρυ Hom.); med. струиться, литься, стекать (θαλερὸν κατείβετο δάκρυ παρειῶν Hom.): τι δάκρυον κατείβεται; Arph. отчего льются слезы?

English (Autenrieth)

(= καταλείβω): let flow down, shed; mid., flow apace, trickle down, fig., αἰών, ‘ebb away,’ Od. 5.152.

Greek Monolingual

κατείβω (Α)
(ποιητ. τ. του καταλείβω)
1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)
3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἴβω «στάζω»].

Greek Monotonic

κατείβω: ποιητ. αντί κατα-λείβω, αφήνω να κυλήσει προς τα κάτω, ρίχνω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα κάτω, περιρρέω, σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο αἰών, η ζωή παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατείβω: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ καταλείβω, ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ ἢ στάξῃ, χύνω, τί νυ δάκρυ κατείβετον Ὀδ. Φ. 8· τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις Ἰλ. Π. 611.- Μέσ., χύνομαι πρὸς τὰ κάτω, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Ἰλ. Ω. 794· τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, τὸ καταρρέον ὕδωρ τῆς Στυγός, Ὀδ. Ε. 185· μεταφορ., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών, παρήρχετο, κατέρρεε (ὁ βίος εἰκονίζεται ὡς ῥευστόν τι, οἱ Λατ. Labi), αὐτόθι 155·- σπάν. παρ’ Ἀττ., τί δάκρυον κατείβεται; Ἀριστοφ. Λυσ. 127. ΙΙ. μεταβ., καταπλημμυρίζω, μεταφορ., ἔρως κατείβων καρδίαν Ἀλκμάν 20.- Παθ., πλημμυροῦμαι μέ τι, ἀνίῃ, ἀκουῇ κατείβετο θυμὸς Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 290. 1131·- «κατείβετο· διεφθείρετο. κατέρρει» Ἡσύχ.

Middle Liddell

poet. for κατα-λείβω
to let flow down, shed, Od.:—Mid. to flow apace, Hom.; metaph., κατείβετο αἰών life ebbed, passed away, Od.