θωρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θωρακίσω, <i>ao.</i> ἐθωράκισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθωρακίσθην, <i>pf.</i> τεθωράκισμαι;<br /><b>1</b> couvrir d'une cuirasse, cuirasser : τινά qqn ; οἱ τεθωρακισμένοι soldats armés d'une cuirasse ; ἵπποι τεθωρακισμένοι XÉN chevaux recouverts d'une cuirasse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> couvrir d'une armure défensive, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θωρακίζο]]μαι se couvrir de sa cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]].
|btext=<i>f.</i> θωρακίσω, <i>ao.</i> ἐθωράκισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθωρακίσθην, <i>pf.</i> τεθωράκισμαι;<br /><b>1</b> couvrir d'une cuirasse, cuirasser : τινά qqn ; οἱ τεθωρακισμένοι soldats armés d'une cuirasse ; ἵπποι τεθωρακισμένοι XÉN chevaux recouverts d'une cuirasse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> couvrir d'une armure défensive, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θωρακίζομαι]] se couvrir de sa cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:10, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκίζω Medium diacritics: θωρακίζω Low diacritics: θωρακίζω Capitals: ΘΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: thōrakízō Transliteration B: thōrakizō Transliteration C: thorakizo Beta Code: qwraki/zw

English (LSJ)

prose form of θωρήσσω, A arm with a breastplate or corslet, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22:—Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.). II generally, cover with defensive armour, τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29; ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA571b16; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39.

German (Pape)

[Seite 1230] mit dem Brustpanzer, Harnisch versehen, panzern, wappnen; θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Xen. Cyr. 8, 8, 22; auch von der ganzen Rüstung, τοὺς δ' ἡνιόχους ἐθωράκισε πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν 6, 1, 29; τεθωρακισμένος Thuc. 2, 100; ὄγκῳ χλανίδος Ephipp. bei Ath. XII, 509 d.

French (Bailly abrégé)

f. θωρακίσω, ao. ἐθωράκισα;
Pass. ao. ἐθωρακίσθην, pf. τεθωράκισμαι;
1 couvrir d'une cuirasse, cuirasser : τινά qqn ; οἱ τεθωρακισμένοι soldats armés d'une cuirasse ; ἵπποι τεθωρακισμένοι XÉN chevaux recouverts d'une cuirasse;
2 p. ext. couvrir d'une armure défensive, acc.;
Moy. θωρακίζομαι se couvrir de sa cuirasse.
Étymologie: θώραξ.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκίζω:
1 надевать панцирь, одевать в броню, покрывать броней (αὑτοὺς καὶ ἵππους Xen.): ἀνήρ θωρακισθείς Xen. человек, надевший броню; ὁ τεθωρᾱκισμένος Thuc., Xen., Plut. воин в броне;
2 защищать, закрывать (πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν Xen.; οἱ ὗες θωρακίζοντες ἑαυτούς, τῷ πηλῷ μολύνοντες καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκίζω: μέλλ. ίσω, πεζὸς τύπος τοῦ θωρήσσω, ὁπλίζω διὰ θώρακος, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Ξεν. Κύρ. 8. 8. 22. – Μέσ., φορῶ τὸν θώρακά μου, αὐτόθι 3. 4, 35· οἱ τεθωρακισμένοι, φοροῦντες θώρακα, Θουκ. 2. 100, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 35. ΙΙ. καθόλου, καλύπτω δι’ ὁπλισμοῦ ἀμυντικοῦ, ἐθωράκισε πλὴν τῶνὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 29· ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 10· ― μεταφ., θ. ἑαυτούς, ἐπὶ ἀγρίων κάπρων καλυπτόντων ἑαυτοὺς διὰ πηλοῦ πρὸ τῆς μάχης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· θωρακισθεὶς πηλῷ Στράβ. 812.

Greek Monolingual

(ΑΜ θωρακίζω) θώραξ
οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα
νεοελλ.
1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο»)
2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια ηλεκτρική συσκευή με θωράκιση
3. μτφ. μέσ. θωρακίζομαι
προφυλάσσομαι, οπλίζομαι με κάτι («θωρακίζομαι με υπομονή»)
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα (τε)θωρακισμένα
στρατιωτικές μονάδες αρμάτων και άλλων οχημάτων οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως ως τμήματα εφόδου σε χερσαίες και αμφίβιες επιχειρήσεις
μσν.-αρχ.
καλύπτω με αμυντικό οπλισμό
αρχ.
1. μέσ. θωρακίζομαι
φορώ τον θώρακα μου
2. (μτχ. παθ. παρακμ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τεθωρακισμένοι
οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς
3. φρ. (για άγριους κάπρους) «θωρακίζουσι ἑαυτούς» — καλύπτονται με λάσπη πριν τη μάχη.

Greek Monotonic

θωρᾱκίζω: μέλ. -ίσω (θῶραξ),
I. οπλίζω με θώρακα πολεμιστή ή ελαφρύτερο θώρακα, σε Ξεν.· Μέσ., φορώ τον θώρακά μου, στον ίδ.· οἱ τεθωρακισμένοι, αυτοί που φορούν θώρακα, σε Θουκ., Ξεν.
II. γενικά, καλύπτω με αμυντική πανοπλία, ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν, σε Ξεν.

Middle Liddell

θωρᾱκίζω, [θῶραξ]
I. to arm with a breastplate or corslet, Xen.:—Mid. to put on one's breastplate, Xen.: —Pass., θωρακισθείς with one's breastplate on, Xen.; οἱ τεθωρακισμένοι cuirassiers, Thuc., Xen.
II. generally, to cover with defensive armour, ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁπλίζω μέ θώρακα). Ἀπό τό οὐσ. θώραξ τοῦ θωρήσσω ποιητ. τύπου τοῦ θωρακίζω.
Παράγωγα: θωράκιον (ὑποκορ. = προτείχισμα, προφυλακτήριο), θωρακισμός, ἀθωράκιστος, θωρακοφόρος, θωρηκτής, θώρηξις.