ἐρεμνός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κατάμαυρος, [[σκοτεινός]]). Ἀντί [[ἐρεβεννός]], ἀπό τό [[ἐρέπτω]] ἤ [[ἐρέφω]] (=[[σκοτεινιάζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[κατάμαυρος]], [[σκοτεινός]]). Ἀντί [[ἐρεβεννός]], ἀπό τό [[ἐρέπτω]] ἤ [[ἐρέφω]] (=[[σκοτεινιάζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεμνός Medium diacritics: ἐρεμνός Low diacritics: ερεμνός Capitals: ΕΡΕΜΝΟΣ
Transliteration A: eremnós Transliteration B: eremnos Transliteration C: eremnos Beta Code: e)remno/s

English (LSJ)

ή, όν, (Ἐρεβνός, cf. Ἔρεβος) murky, black, dark, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od.24.106, cf. h.Merc.427; ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς Od.11.606, cf. Sapph.Supp.1.18; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375; ἐ. αἰγίς 4.167, Hes.Sc.444; ἕσπερος A.R.4.1289; ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, of bloodshed, A.Ag.1390; ἐ. αἷμα S.Aj.376(lyr.); Ἅιδου μυχοί prob. in E.Heracl.218: metaph., ἐ. φάτις = a dark, obscure rumour, S.Ant.700; ἔρος ἐ. Ibyc.1.

German (Pape)

[Seite 1025] (für ἐρεβεννός von ἔρεβος), schwarz, finster, dunkelfarbig, νύξ Od. 11, 606; γαῖα 24, 106; H. h. Merc. 427; Hes. Th. 334; αἰγίς, des Zeus, Sc. 445, wo es den Nebenbegriff des Grausenerregenden, Furchtbaren hat; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il. 12, 375; vom Blut, ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Aesch. Ag. 1363; ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα Soph. Ai. 369; ᾅδου τ' ἐρεμνῶν ἐξήγαγεν μυχῶν Eur. Heracl. 218; ἕσπερος Ap. Rh. 4, 1291; – übertr., τοιάδ' ἐρεμνὴ σῖγ' ἐπέρχεται φάτις Soph. Ant. 696, eiu dunkles Gerede, dessen Urheber man nicht kennt. – Auch Ant. Lib. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
obscur, sombre, ténébreux : fig. ἐρεμνὴ φάτις SOPH bruit obscur.
Étymologie: ἐρέφω, cf. ἔρεβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρεμνός:
1 темный, черный (γαῖα Hom., Hes.; νύξ Hom.; αἷμα Soph.; Ἃιδου μυχοί Eur.);
2 темный, невнятный, неясный (φάτις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεμνός: -ή, -όν, συγκεκομμ. ἐκ τοῦ ἐρεβεννὸς (πρβλ. Ἔρεβος), μέλας, ζοφώδης, κατάμαυρος, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Ὀδ. Ω. 106, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 427: - ὡσαύτως, ζοφερός, σκοτεινός, ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 606· ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· αἰγὶς ἐρ. Ξ. 167. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 444· ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, ἐπὶ αἱματοχυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· ἐρ. αἷμα Σοφ. Αἴ. 376· Ἅιδου μυχοὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 218· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινὴ φήμη, Σοφ. Ἀντ. 700.

English (Autenrieth)

= ἐρεβεννός. ἐρεμνὴ γαῖα =Ἔρεβος, Od. 24.106.

Greek Monolingual

ἐρεμνός, -ή, -όν και ἐρεμναῖος, -η, -ον (Α)
1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός
2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» — σκοτεινή φήμη (Σοφ.)
3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.)
4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος].

Greek Monotonic

ἐρεμνός: -ή, -όν, συγκοπτ. από ἐρεβεννός (πρβλ. Ἔρεβος), μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός, κατάμαυρος, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινή φήμη, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐρεμνός, ή, όν [syncop. from ἐρεβεννός [cf. Ἔρεβος
black, swart, dark, Hom., Aesch., etc.:—metaph., ἐρεμνὴ φάτις a dark, obscure rumour, Soph.

English (Woodhouse)

black, of colour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κατάμαυρος, σκοτεινός). Ἀντί ἐρεβεννός, ἀπό τό ἐρέπτωἐρέφω (=σκοτεινιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.