καταπύγων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταπύγων, gen. -ονος [κατά, πυγή] comp. καταπυγωνίστερος, geil, wellustig.
|elnltext=καταπύγων, gen. -ονος [[[κατά]], [[πυγή]]] comp. καταπυγωνίστερος, geil, wellustig.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγων Medium diacritics: καταπύγων Low diacritics: καταπύγων Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: katapýgōn Transliteration B: katapygōn Transliteration C: katapygon Beta Code: katapu/gwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, neut. A κατάπυγον Ar. V.687: (πυγή):—given to unnatural lust: generally, lecherous, lewd, arse bandit, ass bandit, assfucker, batty boy, batty man, bender, bitch, bottom, bugger, buggerer, bum chum, bumder, bummer, butt pirate, buttfucker, catamite, catcher, chi chi man, chutney ferret, fag, fagboy, faggot, fairy, fartknocker, finocchio, flamer, friend of Dorothy, fruit, fudge packer, fudge-packer, gay, gayboy, gaylord, gunsel, homo, homosexual, horse's hoof, jobbie jabber, jobby jabber, mary, nan, nance, nancy, nancyboy, nancy-boy, omi-palone, oscar, pansy, pathic, peter-puffer, peter puffer, pillow-biter, pitcher, ponce, poo pirate, poof, poofta, pooftah, poofter, power bottom, power top, puff, punk, queen, queer, rump ranger, seme, shirt lifter, shit packer, sodomist, sodomite, turd burglar, uke, uphill gardener, Uranian, uranist, woofter Id.Ach.79,al., Luc.Tim.22, Alciphr.3.45, etc.; ὦ κατάπυγον Ar.Th. 200.--The oblique cases are sometimes wrongly written καταπύγωνος, cf. Hdn. Gr.2.725: irreg. Comp. καταπυγωνέστερος (metri gr.) Ar.Lys.776. II in Att., the middle finger (used in an obscene gesture), Poll.2.184.

German (Pape)

[Seite 1373] ονος, widernatürliche Unzucht treibend, wollüstig, unzüchtig; κἀναίσχυντος Ar. Nubb. 909; καὶ λαικαστἠς Ach. 79; Schol. Equ. 639 erkl. εὐρύπρωκτος, Vesp. 687 μειράκιον κατάπυγον, πεπορνευμένον; Vocat. ὧ καταπῦγον Thesm. 200, comparat. καταπυγωνέστερος, des Metrums wegen, Lys. 776. Vgl. Lob, zu Phryn. p. 195.

French (Bailly abrégé)

ων, κατάπυγον;
voc. κατάπυγον;
infâme débauché, inverti, sodomite, enculé.
Étymologie: κατά, πυγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπύγων, gen. -ονος [κατά, πυγή] comp. καταπυγωνίστερος, geil, wellustig.

Russian (Dvoretsky)

καταπύγων: 2, gen. ονος предающийся противоестественному разврату Arph.

Greek (Liddell-Scott)

καταπύγων: -ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. κατάπῡγον, οὐχὶ καταπῦγον· (πῡγή)· παραδεδομένος εἰς ἐπιθυμίας σαρκικὰς παρὰ φύσιν, καὶ καθόλου, αἰσχρός, ἀχρεῖος, ἀσελγής, λαικαστὰς καὶ καταπύγωνας Ἀριστοφ. Ἀχ. 79, Ἱππ. 639, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «εὐρύπρωκτον ἢ τὸν πεπορνευμένον»ἐν Σφ. 687· κ. καὶ ἀναίσχυντος Νεφ. 529, 909· ὦ κατάπυγον ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 200. Αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται ἐσφαλμένως, -πύγωνος, κτλ., πιθανῶς ἕνεκα τοῦ τύπου -πυγωνέστερος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 776· ἀλλ’ οὗτος εἶναι ἁπλῶς τύπος ἀνωμάλως σχηματισθεὶς χάριν τοῦ μέτρου, ὡς τὸ κακοξεινώτερος παρ’ Ὁμ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 193· ἕτερος τύπος καταπυγότερος ἐκ τοῦ κατάπῡγος, ὡς καὶ τὸ ἀπείρων ἐκ τοῦ ἄπειρος (ὅπερ ἀναφέρεται ὑπὸ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.), ἀπαντᾷ ἐν Σώφρονι παρ’ Ἀθην. 281Ε· καὶ -ότατος ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1131· πρβλ. ἐπιλήσμων, ἐπιλησμότερος· παροιμιώδης φράσις, καταπυγοτέρων ἀλφηστῶν, διότι οἱ ἰχθύες οὗτοι λέγονται ὅτι ἀκολουθεῖ ὁ ἕτερος θατέρῳ κατὰ τὴν πυγὴν (Ἀθήν. 281Ε), δι’ ἧς σημαίνονται οἱ ἀκρατεῖς καὶ οἱ καταφερεῖς, οἱ λάγνοι. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐπιθέτων εἰς μων ἴδε τὴν σοφὴν διδασκαλίαν Κόντου ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 154.

Greek Monolingual

καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α)
1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής
2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα-πύγων].

Greek Monotonic

καταπύγων: ὁ (πῡγή), λάγνος, ασελγής άνθρωπος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κατα-πύγων, ονος, [πῡγή]
a lewd fellow, Ar.