ῥυμός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> timon d'une voiture;<br /><b>2</b> trait d'un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[timon d'une voiture]];<br /><b>2</b> trait d'un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:23, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμός Medium diacritics: ῥυμός Low diacritics: ρυμός Capitals: ΡΥΜΟΣ
Transliteration A: rhymós Transliteration B: rhymos Transliteration C: rymos Beta Code: r(umo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἐρύω (A)) A pole of a chariot or car, Il.10.505, 23.393, 24.271, Hdt.4.69; ἐν πρώτῳ ῥ. at the front end of the pole, Il.6.40, 16.371; ἀρτήματα ῥρυμοῖς pole-chains, IG12.314.40, cf. 313.21,22,28, 22.1672.307. b three stars in the Bear, the pole of the Wain, Suid. 2 log or block of wood for fuel, SIG975.1, al. (Delos, iii B.C.), IG11 (2).154 A 18 (ibid., iii B.C.); ξύλα καὶ κληματίδες καὶ ῥυμοὶ τὰ ἱερεῖα ἑψῆσαι ib. 203 A 51 (ibid., iii B.C.); ῥυμὸς εἰς βωμόν ib.144 A 32 (ibid., iv B.C.); ῥυμοὶ εἰς τοὺς χορούς Inscr.Délos 442 A 186, cf. 189 (ii B.C.). II trace, Ael.NA10.48. III trail of a shooting star, Arat.927. IV perhaps shelf or row, πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., etc., IG22.1388.16,19, al., Michel 832.63 (Samos, iv B.C.), etc.; αἱ . . ἐν τῷ πρώτῳ ῥ. φιάλαι Inscr.Délos 442 B 21 (ii B.C.); ἐκ τοῦ πρώτου ῥ. τοῦ ἐκ τῆς κιβωτοῦ φιάλη ἡ περιγενομένη ἀπὸ τοῦ ῥ. τοῦ παραδοθέντος τοῖς ἀνδράσιν ib.25. V a weight at Rhodes, Suid. VI = τάξις, ἢ ἐμμέλεια, Hsch. (sed leg. ῥυθμός).

German (Pape)

[Seite 851] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = ῥυτήρ, Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie ῥύμη, s. Böckh Staatshaush. II p. 290.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 timon d'une voiture;
2 trait d'un attelage.
Étymologie: R. Ῥυ tirer ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμός:ἐρύω дышло Hom., Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμός: -οῦ, ὁ, (ῥύω, ἐρύω) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον ξύλον τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος μέχρι τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - ὡσαύτως, τρεῖς ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν τρεῖς ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ἵππος σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. ὁλκός, Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων ἀστήρ, Ἄρατ. 927. IV. = τάξις, (ἀλλά: ῥύμη· τάξις ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναιἔννοια ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «σταθμίον τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο / ῥυμός, ΝΜΑ
1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι
2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του
νεοελλ.
στρ. σιδερένια δοκός, από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού
αρχ.
1. ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει τήν άμαξα
2. κορμός δέντρου κατάλληλος για κάψιμο, το κούτσουρο
3. η τροχιά διάττοντα αστέρα
4. πιθ. στοίχος, σειρά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) (στους Ροδίους) βάρος
6. συνεκδ. ζύγισμα
7. τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου
8. (κατά τον Ησύχ.) «τάξις ἢ έμμέλεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μός (πρβλ. θυ-μός, χυ-μός)].

Greek Monotonic

ῥῡμός: -οῦ, ὁ (*ῥύω=ἐρύω), πάσσαλος, ξύλο άμαξας που εκτείνεται από το μέσο του άξονα ως τον ζυγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, στην άκρη του «ρυμού», σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥῡμός, οῦ, ὁ, [*ῥύω = ἐρύω
the pole of a carriage, Il., Hdt.; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ at the end of the pole, Il.

English (Woodhouse)

pole of a carriage, shaft of a carriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)