φιλαίτιος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> [[sujet aux reproches]], [[au blâme]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαίτιος Medium diacritics: φιλαίτιος Low diacritics: φιλαίτιος Capitals: ΦΙΛΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: philaítios Transliteration B: philaitios Transliteration C: filaitios Beta Code: filai/tios

English (LSJ)

ον, A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distinguished from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. -ίως Str.2.1.41, Poll.3.139. II liable to censure, D.10.70.

German (Pape)

[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Gegensatz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.

Russian (Dvoretsky)

φιλαίτιος: любящий упрекать, склонный к порицаниям, придирчивый Xen., Isocr., Dem.: ὁ φ. τῆς ἀμελείας περί τινος Plat. любитель порицать кого-л. за нерадение.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].

Greek Monotonic

φῐλαίτιος: -ον (αἰτία),
I. αυτός που αγαπά την κατηγορία, επικριτικός, σε Ξεν., Δημ.· τὸ φιλαίτιον, λογοκρισία, επίκριση, σε Πλούτ.
II. αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλ-αίτιος, ον, αἰτία
I. fond of accusing, censorious, Xen., Dem.:— τὸ φ. censoriousness, Plut.
II. liable to blame or attack, Dem.

English (Woodhouse)

censorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)