ὄμβριος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui provient de pluie]];<br /><b>2</b> qui produit la pluie, pluvieux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui provient de pluie]];<br /><b>2</b> [[qui produit la pluie]], [[pluvieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:40, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, rainy, of rain, ὄ. ὕδωρ rain-water, Xenoph.30.4, SIG56.29 (Argos, V B.C.), Hdt.2.25, Hp.Aër.7, etc.; ὕδατα Pi.O.10(11).3; χάλαζα S.OC1502; νέφος Ar. Nu.288; Ζεὺς ὄ., as sender of rain, Lyc.160, cf. Str.15.1.69, Plu.2.158e.
German (Pape)
[Seite 329] vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui provient de pluie;
2 qui produit la pluie, pluvieux.
Étymologie: ὄμβρος.
Russian (Dvoretsky)
ὄμβριος:
1 дождевой (ὕδωρ Her., Plut.; νέφος Arph.);
2 смешанный с дождем (χάλαζα Soph.);
3 ниспосылающий дождь (Ζεύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄμβριος: -ον, βροχερός, βρόχινος, ἐκ βροχῆς, Λατ. pluvialis, ὕδωρ ὄμβρ., ὕδωρ τῆς βροχῆς, «βροχόνερον», Ἡρόδ. 2. 25, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, κτλ.· ὕδατα Πινδ. Ο. 11 (10). 3· χάλαζα Σοφ. Ο. Κ. 1502· νέφος Ἀριστοφ. Νεφ. 288· - Ζεὺς ὄμβρ., ὡς πέμπων βροχήν, Λυκόφρ. 160· ὁ ὄμβρ. Ζεὺς Στράβ. 718, Πλούτ. 2. 158D.
English (Slater)
ὄμβριος rainy οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3)
Spanish
Greek Monotonic
ὄμβριος: -ον (ὄμβρος), βροχερός, βρόχινος, προερχόμενος από τη βροχή, ὕδωρὄμβριον, το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· νέφος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὄμβριος, ον, ὄμβρος
rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον subst. agua de lluvia para hacer tinta Τυφωνίου μέλανος γραφή· ... μίλτου Τυφῶνος, ἀσβέστου, κονίας, ἀρτεμισίας μονοκλώνου, κόμεως, ὀμβρίου escrito con tinta de Tifón: sangre de Tifón, amianto, cal viva, artemisa de un solo tallo, goma, agua de lluvia P XII 99 P VIII 72