φειδώ: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=feido
|Transliteration C=feido
|Beta Code=feidw/
|Beta Code=feidw/
|Definition=φειδόος, contr. φειδοῦς, ἡ: <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sparing]], νεκύων <span class="bibl">Il.7.409</span>; βίου <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>438</span> (dub.); ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Es.</span>3.13</span>; οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον <span class="bibl">D.H.8.79</span> (but <b class="b3">τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ</b> [[to have little consideration for self-respect]]... <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.27</span>); φειδὼς (sic cod. P) τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4; ὀπώρας φ. ἔστω Orib.<span class="title">Fr.</span>55; <b class="b3">φ. τις ἐγίγνετο . . μὴ προαναλωθῆναι</b> (sc. <b class="b3">τὴν εὐπραγίαν</b>) <span class="bibl">Th.7.81</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> abs., [[thrift]], [[sparing]], κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ <span class="bibl">Od.14.92</span>, cf. <span class="bibl">16.315</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>369</span>; φ. καὶ λιμός <span class="bibl">Democr.229</span>; φ. πονηρά <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>407</span>; opp. [[ἀσωτία]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1390b1</span>.</span>
|Definition=φειδόος, contr. φειδοῦς, ἡ: <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sparing]], νεκύων <span class="bibl">Il.7.409</span>; βίου <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>438</span> (dub.); ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Es.</span>3.13</span>; οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον <span class="bibl">D.H.8.79</span> (but <b class="b3">τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ</b> [[to have little consideration for self-respect]]... <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.27</span>); φειδὼς (sic cod. P) τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4; ὀπώρας φ. ἔστω Orib.<span class="title">Fr.</span>55; <b class="b3">φ. τις ἐγίγνετο . . μὴ προαναλωθῆναι</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὴν εὐπραγίαν</b>) <span class="bibl">Th.7.81</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> abs., [[thrift]], [[sparing]], κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ <span class="bibl">Od.14.92</span>, cf. <span class="bibl">16.315</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>369</span>; φ. καὶ λιμός <span class="bibl">Democr.229</span>; φ. πονηρά <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>407</span>; opp. [[ἀσωτία]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1390b1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδώ Medium diacritics: φειδώ Low diacritics: φειδώ Capitals: ΦΕΙΔΩ
Transliteration A: pheidṓ Transliteration B: pheidō Transliteration C: feido Beta Code: feidw/

English (LSJ)

φειδόος, contr. φειδοῦς, ἡ: A sparing, νεκύων Il.7.409; βίου E.Fr.438 (dub.); ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς LXX Es.3.13; οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον D.H.8.79 (but τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ to have little consideration for self-respect... S.E.M.2.27); φειδὼς (sic cod. P) τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4; ὀπώρας φ. ἔστω Orib.Fr.55; φ. τις ἐγίγνετο . . μὴ προαναλωθῆναι (sc. τὴν εὐπραγίαν) Th.7.81. II abs., thrift, sparing, κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od.14.92, cf. 16.315, Hes.Op.369; φ. καὶ λιμός Democr.229; φ. πονηρά E.Fr.407; opp. ἀσωτία, Arist.Rh.1390b1.

German (Pape)

[Seite 1260] οῦς, ἡ, Schonung; νεκύων Il. 7, 409; Sparsamkeit, Kargheit; χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od. 14, 92. 16, 315; νετο Thuc. 7, 81; Sp., φειδώ τινος ἔχειν, ποιεῖσθαι = φείδεσθαι, D. Hal. 8, 79. 11, 55.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
1 ménagement, modération, mesure : τινος ménagement envers qqn ou qch ; φειδώ τις ἐγίγνετο avec μή et l'inf. THC il y avait quelque ménagement, on se ménageait pour ne pas ; réserve, discrétion;
2 économie, parcimonie.
Étymologie: φείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

φειδώ: όος, стяж. οῦς ἡ
1 бережливость или скупость: οὔ τις φ. νεκύων γίγνεται Hom. ничего нельзя жалеть для мертвецов; φ. τις ἐγίγνετο Thuc. решено было щадить свои силы; εὐτέλεια καὶ φ. Plut. умеренность и бережливость; ὀλίγην ποιεῖσθαι φειδώ τινος Sext. не особенно щадить что-л.;
2 сдержанность, скромность: αἰσχύνῃ καὶ φειδοῖ ὀκνοῦντες Plut. сдерживаемые стыдом и скромностью.

Greek (Liddell-Scott)

φειδώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ· (φείδομαι)· ― τὸ φείδεσθαι ἢ φείσασθαι, φειδὼ νεκύων, «φροντὶς ὥστε μὴ ἀναλωθῆναι, βέλτιον δὲ ἀκούειν, τὸ περὶ τῆς ταφῆς φείσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 409· βίου Εὐρ. Ἀποσπ. 441· φ. ἔστω τινὸς Λογγῖν. 22. 4· φ. ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινος Διονύσ. Ἁλ. 8. 79., 11. 55· ― μετ’ ἀπαρ., φειδοῖ μηδέν’ εὖ ποιεῖν, ἕνεκα φειδοῦς, ἐκ φειδοῦς, Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 411· φ. τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναι (ἐξυπακ. τὴν εὐπραγίαν) Θουκ. 7. 81. ΙΙ. ἀπολ., οἰκονομία, φειδωλία, χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ’ ἔπι φειδὼ Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· ἐναντίον τοῦ ἀσωτία, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 2.

English (Autenrieth)

sparing, thrift; ‘one must not fail’ in the case of the dead, etc.

Greek Monolingual

-ούς, η / φειδώ, -όος και -οῦς, ΝΜΑ
1. η ενέργεια του φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία
2. (κατ' επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρία
μσν.-αρχ.
1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι
2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. πευθ-ώ, τροφ-ώ)].

Greek Monotonic

φειδώ: -όος, συνηρ. -οῦς, (φείδομαι
I. φροντίδα, νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απόλ., οικονομία, φειδώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· συγκράτηση από την έκθεση κάποιου σε κίνδυνο, σε Θουκ.

Middle Liddell

φειδώ, όος, φείδομαι
I. a sparing, νεκύων Il.
II. absol. thrift, parsimony, Od., Hes.: thrift in exposing oneself to danger, Thuc.

Mantoulidis Etymological

-οῦς (=οἰκονομία, φιλαργυρία). Ἀπό τό φείδομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.