ἀμετακίνητος: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />immuable, immobile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μετακινέω]]. | |btext=ος, ον :<br />immuable, immobile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μετακινέω]]. | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=inébranlable, inamovible, [[solide]] | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢metak⋯nhtoj 阿-姆他-企尼拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-同著-攪動的<br />'''字義溯源''':不可移動的,固定的,不搖動的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[μετακινέω]])=移開)組成;而 ([[μετακινέω]])又由([[μετά]])*=同)與([[κινέω]])=移動)組成,其中 ([[κῆτος]])出自([[εἰμί]])X*=行走,去)<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不搖動(1) 林前15:58 | |sngr='''原文音譯''':¢metak⋯nhtoj 阿-姆他-企尼拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-同著-攪動的<br />'''字義溯源''':不可移動的,固定的,不搖動的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[μετακινέω]])=移開)組成;而 ([[μετακινέω]])又由([[μετά]])*=同)與([[κινέω]])=移動)組成,其中 ([[κῆτος]])出自([[εἰμί]])X*=行走,去)<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不搖動(1) 林前15:58 | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inamovible, inmutable εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
•subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
•de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.
German (Pape)
[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, immobile.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.
French (New Testament)
inébranlable, inamovible, solide
Russian (Dvoretsky)
ἀμετακίνητος: (ῑ) неподвижный, недвижимый Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μετακινέω; immovable: unmovable.
English (Thayer)
(μετακινέω), not to be moved from its place, unmoved; metaphorically, firmly persistent (A. V. unmovable): Plato, epistle 7, p. 843a.; Dionysius Halicarnassus 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετακινῶ].
Greek Monotonic
ἀμετακίνητος: -ον, αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, επίρρ. -τως, σε Αριστ.
Middle Liddell
immovable: adv. ἀμετακινήτως, Arist.
Chinese
原文音譯:¢metak⋯nhtoj 阿-姆他-企尼拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-同著-攪動的
字義溯源:不可移動的,固定的,不搖動的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετακινέω)=移開)組成;而 (μετακινέω)又由(μετά)*=同)與(κινέω)=移動)組成,其中 (κῆτος)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 不搖動(1) 林前15:58