μυωπάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=avoir la vue courte, être myope.<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]].
|btext=[[avoir la vue courte]], [[être myope]].<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπάζω Medium diacritics: μυωπάζω Low diacritics: μυωπάζω Capitals: ΜΥΩΠΑΖΩ
Transliteration A: myōpázō Transliteration B: myōpazō Transliteration C: myopazo Beta Code: muwpa/zw

English (LSJ)

blink the eyes, as shortsighted persons do: hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.

German (Pape)

[Seite 224] kurzsichtig sein, N. T.

French (Bailly abrégé)

avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.

Russian (Dvoretsky)

μυωπάζω: быть близоруким NT.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».

English (Strong)

from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.

English (Thayer)

(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].

Greek Monotonic

μυωπάζω: (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μυωπάζω, μύωψ
to be shortsighted, see dimly, NTest.

Chinese

原文音譯:muwp£zw 祕-哦爬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:閉-觀看
字義溯源:閉著眼睛,近視,只看見近處,霎眼,看不清楚;由(μυστήριον)=奧祕)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;其中 (μυστήριον)出自(μυστήριον)X*=封閉),而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 近視的(1) 彼後1:9