μελέτημα: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />étude, exercice pratique.<br />'''Étymologie:''' [[μελετάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[étude]], [[exercice pratique]].<br />'''Étymologie:''' [[μελετάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτημα Medium diacritics: μελέτημα Low diacritics: μελέτημα Capitals: ΜΕΛΕΤΗΜΑ
Transliteration A: melétēma Transliteration B: meletēma Transliteration C: meletima Beta Code: mele/thma

English (LSJ)

ατος, τό, A practice, exercise, Pl.Phd.67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μ. E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα) ; τὰ πρὸς πόλεμον μ. practice for... X.Eq.11.13. 2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.

German (Pape)

[Seite 122] τό, Uebung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.

Russian (Dvoretsky)

μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.

Greek Monolingual

το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.

Middle Liddell

μελέτημα, ατος, τό, μελετάω
a practice, exercise, study, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

business, occupation, study

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)