πολιορκέω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολιορκέω [[[πόλις]], [[ἕρκος]]] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13. | |elnltext=πολιορκέω [[[πόλις]], [[ἕρκος]]] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, [[belegeren]]:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=[[πολιορκῶ]]. Παρασύνθετο ἀπό τό [[πόλις]] + [[ἕρκος]] (=[[φράχτης]]) τοῦ [[εἵργνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πόλος]]. Παράγωγα τοῦ πολιορκῶ: [[πολιορκητέος]], α, ον, [[πολιορκητής]], [[πολιορκητικός]], [[πολιορκία]], [[ἀπολιόρκητος]], [[δυσπολιόρκητος]]. | |mantxt=[[πολιορκῶ]]. Παρασύνθετο ἀπό τό [[πόλις]] + [[ἕρκος]] (=[[φράχτης]]) τοῦ [[εἵργνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πόλος]]. Παράγωγα τοῦ πολιορκῶ: [[πολιορκητέος]], α, ον, [[πολιορκητής]], [[πολιορκητικός]], [[πολιορκία]], [[ἀπολιόρκητος]], [[δυσπολιόρκητος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[besiege]]=== | |||
Arabic: حاصر; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: [[belegeren]]; Finnish: piirittää, motittaa; French: [[assiéger]]; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: [[belagern]], [[einkesseln]], [[umzingeln]], [[umstellen]]; Greek: [[πολιορκώ]]; Ancient Greek: [[πολιορκέω]]; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: [[assediare]]; Latin: [[obsideo]]; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: [[cercar]], [[sitiar]], [[assediar]]; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: [[осаждать]], [[осадить]]; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: [[asediar]], [[sitiar]], [[poner sitio]]; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 15 April 2023
English (LSJ)
fut.
A πολιορκήσω X.Cyr.7.5.12:aor. πολιόρκησα Ar.Lys.281, Th.1.61, etc.:—Pass., fut. πολιορκηθήσομαι X.HG4.8.5; in med. form πολιορκήσομαι, Hdt. 5.34, 8.49, Th.3.109, X.HG7.5.18, Cyr.6.1.15: aor. ἐπολιορκήθην Isoc. 6.57: pf. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Th.7.75: (πόλις, ἕρκος):—besiege, Hdt. 1.17,154, Ar.V.685, Lys.281, etc.; οἱ πολιορκοῦντες = the besiegers, opp. οἱ κατακεκλειμένοι = the besieged, Isoc.6.40:—Pass., to be besieged, be in a state of siege, Hdt.1.81, al.; ὑπό τινος ib.26; also of a fleet, to be blockaded, Isoc.4.142; of Scamander, to be blocked, be dammed back, ὑπὸ Ἀχιλλέως Pl.Prt. 340a.
2 metaph., πολιορκέω τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα Porph.Chr.28:—Pass., to be besieged, be pestered, ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Pl.Alc. 2.142a, cf. R.453a, X.Mem.2.1.13, UPZ6.33 (ii B.C.); of a banker, π. περὶ ἀργυρίου PCair.Zen.62(a)4 (iii B.C.): in Medicine, to be blocked, Dsc.5.6.13.
German (Pape)
[Seite 655] (εἴργω. ἕρκος), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῦ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσθαι, Plut. Caes. 39.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. πολιορκήσω, ao. ἐπολιόρκησα, pf. inus.
1 assiéger une ville ; p. ext. investir, cerner, bloquer en gén.
2 fig. obséder, presser, tourmenter.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιορκέω [πόλις, ἕρκος] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.
Russian (Dvoretsky)
πολῐορκέω: (ион. impf. ἐπολιόρκεον)
1 осаждать, блокировать (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;
2 перен. осаждать, преследовать, мучить (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).
Greek Monotonic
πολῐορκέω: μέλ. -ήσω — Παθ., Μέσ. μέλ. -ήσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπολιορκήθην, παρακ. πεπολιόρκημαι· (πόλις, εἴργω, ἕρκος)·
1. περικυκλώνω την πόλη, αποκλείω, πολιορκώ, περιβάλλω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε κατάσταση πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.
2. μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῐορκέω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 (ὥστε πιθ. ὁ παθ. τύπος ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ εἶναι σφάλμα τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· (πόλις, εἴργω, ἕρκος). Ὡς καὶ νῦν, περικλείω διὰ στρατευμάτων πόλιν, περιβάλλω, ζώνω αὐτὴν ὅπως τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.
Middle Liddell
[πολίς, εἴργω, ἕρκος
1. to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege, Hdt., attic:—Pass. to be besieged, in a state of siege, Hdt.; of Scamander, to be dammed back, Plat.
2. metaph. to be besieged, pestered, Xen.
Mantoulidis Etymological
πολιορκῶ. Παρασύνθετο ἀπό τό πόλις + ἕρκος (=φράχτης) τοῦ εἵργνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πόλος. Παράγωγα τοῦ πολιορκῶ: πολιορκητέος, α, ον, πολιορκητής, πολιορκητικός, πολιορκία, ἀπολιόρκητος, δυσπολιόρκητος.
Translations
besiege
Arabic: حاصر; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: belegeren; Finnish: piirittää, motittaa; French: assiéger; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: belagern, einkesseln, umzingeln, umstellen; Greek: πολιορκώ; Ancient Greek: πολιορκέω; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: assediare; Latin: obsideo; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: cercar, sitiar, assediar; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: осаждать, осадить; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: asediar, sitiar, poner sitio; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати