οἶνοψ: Difference between revisions

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] ερυθρού ή μαύρου οίνου, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]], [[κοκκινωπός]] (α. «[[μήτι]] δ' [[αὖτε]] [[κυβερνήτης]] ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν [[ἄροτρον]]... τιταίνετον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «όψη», <b>βλ.</b> και λ. <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μήλ</i>-<i>οψ</i>].
|mltxt=[[οἶνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] ερυθρού ή μαύρου οίνου, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]], [[κοκκινωπός]] (α. «[[μήτι]] δ' [[αὖτε]] [[κυβερνήτης]] ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν [[ἄροτρον]]... τιταίνετον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «όψη», <b>βλ.</b> και λ. <i>όπωπα</i>), [[πρβλ]]. [[μήλοψ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνοψ Medium diacritics: οἶνοψ Low diacritics: οίνοψ Capitals: ΟΙΝΟΨ
Transliteration A: oînops Transliteration B: oinops Transliteration C: oinops Beta Code: oi)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, (ὄψ) wine-coloured, Hom. (never in nom.) epithet of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.

French (Bailly abrégé)

οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d'un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.

German (Pape)

οπος, weinfarbig, wie Wein aussehend; bei Hom., der nirgends den nom. hat, Beiw. des unruhigen, wellenschlagenden Meeres (vgl. οἶνος und πορφύρεος) Il. 23.316, Od. 2.421, 5.123; auch von der Farbe der Stiere, dunkelrot, Il. 13.703, Od. 13.32; und so bei sp.D. = πορφύρεος, wie Tryph. 521. S. auch οἰνώψ und οἰνωπός.

Russian (Dvoretsky)

οἶνοψ: οπος adj.
1 цвета вина, т. е. темный или потемневший (πόντος Hom.);
2 красновато-рыжий, гнедой (βοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.

English (Autenrieth)

οπος: winy, wine-colored, epithet of the sea and of cattle, Od. 13.32.

Greek Monolingual

οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλοψ].

Greek Monotonic

οἶνοψ: -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει χρώμα κρασιού, στο σκούρο χρώμα του κρασιού, λέγεται για τη θάλασσα (ποτέ στην ονομ.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ.

Middle Liddell

οἶν-οψ, οπος, [ὤψ]
wine-coloured, wine-dark (never in nom.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Hom.; of oxen, wine-red, Hom.