σύσσωμος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσωμος]], -ον, ΝΜΑ<br />ενωμένος σε ένα [[σώμα]] («[[εἶναι]] τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόσωμος]], [[σύγκορμος]]<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], με όλα τα [[μέλη]] του («σύσσωμη η [[αντιπολίτευση]] απείχε από την [[ψηφοφορία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συσσώμως]] ΝΜ, και <i>σύσσωμα</i> Ν<br />σε όλο το [[σώμα]] ή με όλο το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[σύσσωμος]], -ον, ΝΜΑ<br />ενωμένος σε ένα [[σώμα]] («[[εἶναι]] τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόσωμος]], [[σύγκορμος]]<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], με όλα τα [[μέλη]] του («σύσσωμη η [[αντιπολίτευση]] απείχε από την [[ψηφοφορία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συσσώμως]] ΝΜ, και <i>σύσσωμα</i> Ν<br />σε όλο το [[σώμα]] ή με όλο το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), [[πρβλ]]. [[ένσωμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:55, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, united in one body, Ep.Eph.3.6.
German (Pape)
[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.
Russian (Dvoretsky)
σύσσωμος: составляющий (с кем-л.) одно тело (ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα NT).
English (Strong)
from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.
English (Thayer)
(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. ένσωμος].
Greek Monotonic
σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.
Middle Liddell
σύσ-σωμος, ον, σῶμα
united in one body, NTest.
Chinese
原文音譯:sÚsswmoj 需士-所摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-身體
字義溯源:同為一體;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σῶμα)=身體)組成,而 (σῶμα)出自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救), (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 同為一體(1) 弗3:6