σκιάς: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκιάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ навес, балдахин, купол (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth. | |elrutext='''σκιάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[навес]], [[балдахин]], [[купол]] (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:27, 11 May 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, (σκιά) A canopy or arbour (in form like a sunshade), Eup.445, Theoc.15.119, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f, AP9.488 (Trypho, pl.), Plu.Them.16; of Dionysus (cf. σκιάδειον), Poll.7.174, Hsch. 2 esp. the θόλος at Athens, IG22.1013.39; ἐπὶ Σκιάδος warden of the Σ., ib.3.1041 (ii A.D.), 1051.22 (ii/iii A.D.), etc., cf. Ammon. ap. Harp. s.v. θόλος: also, a rotunda at Sparta in which the assemblies of the people were held, Paus.3.12.10. II umbel of plants, Phanias ap.Ath.9.371d (σκίλλα cj. Wilamowitz). III = ἀναδενδράς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 898] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = σκιάδιον, vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = ἀναδενδράς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, etc.).
Étymologie: σκιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιάς -άδος, ἡ [σκιά] pergola, prieel, baldakijn (schaduwgevend afdak).
Russian (Dvoretsky)
σκιάς: άδος (ᾰδ) ἡ навес, балдахин, купол (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. σκιάδα.
(II)
Ν
επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ' απλώσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.].
(III)
ο, Ν
1. απότομος, τραχύς άνθρωπος
2. συνεκδ. κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskiya «ληστής»].
Greek Monotonic
σκῐάς: -άδος, ἡ (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάς: -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, εἶδος εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ σχῆμα ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· οἷον τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. σκιάδειον), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις θόλος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, αὐτόθι 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· ὡσαύτως, κυκλικόν τι οἰκοδόμημα ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ κόρυμβος, τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = ἀναδενδράς, Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκιάς, άδος, σκιά
any thing serving as a shade, a canopy, pavilion, Theocr., Plut.