ἴακχος: Difference between revisions
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἴακχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλατύρρινος]] [[δενδρόβιος]] [[πίθηκος]] της Ν. Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ίακχος</i><br />α) [[μυστικό]] όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) η [[τελετή]] [[προς]] [[τιμή]] του Βάκχου («[[ὅταν]] ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική [[πομπή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν [[προς]] τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν [[εἶναι]] τὸν μυστικόν ἴακχον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν [[μέλπω]] πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) [[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαχή]], [[ιάχω]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[ἴακχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλατύρρινος]] [[δενδρόβιος]] [[πίθηκος]] της Ν. Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ίακχος</i><br />α) [[μυστικό]] όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) η [[τελετή]] [[προς]] [[τιμή]] του Βάκχου («[[ὅταν]] ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική [[πομπή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν [[προς]] τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν [[εἶναι]] τὸν μυστικόν ἴακχον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν [[μέλπω]] πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) [[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαχή]], [[ιάχω]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[τίτθη]]), που αρχικά μαρτυρείται στην [[κλητική]] (<i>Ίακχε</i>), [[επίκληση]] του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα [[κυρίως]] [[κατά]] τα [[Λήναια]]. Η λ. δήλωνε [[επίσης]] και το ίδιο το [[τραγούδι]] της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «[[χοίρος]]» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>iacchus</i> ([[πρβλ]]. [[ίακχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιάκχα]], [[ιακχάζω]], [[ιακχαίος]], [[ιακχείον]], [[ιακχιαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιακχαγωγός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:10, 13 May 2023
English (LSJ)
ὁ, (Ἴακχος) used by the tyrant Dionysius for χοῖρος, Athanis 1 (= Dionys.Trag. 12).
German (Pape)
[Seite 1232] ὁ, s. nom. pr. Nach Ath. III, 98 d nannte Dionysius in Sicilien das Schwein so.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hymne en l'honneur d'Iakkhos.
Étymologie: ἰακχή.
Greek Monolingual
ο (Α ἴακχος)
νεοελλ.
πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Ν. Αμερικής
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Ίακχος
α) μυστικό όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», Αριστοφ.)
β) η τελετή προς τιμή του Βάκχου («ὅταν ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική πομπή, Πλούτ.)
2. (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν προς τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν εἶναι τὸν μυστικόν ἴακχον», Ηρόδ.
β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», Ευρ.)
3. χορός
4. (κατά τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαχή, ιάχω, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. τίτθη), που αρχικά μαρτυρείται στην κλητική (Ίακχε), επίκληση του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα κυρίως κατά τα Λήναια. Η λ. δήλωνε επίσης και το ίδιο το τραγούδι της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «χοίρος» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iacchus (πρβλ. ίακχος).
ΠΑΡ. αρχ. ιάκχα, ιακχάζω, ιακχαίος, ιακχείον, ιακχιαστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιακχαγωγός].
Russian (Dvoretsky)
ἴακχος: (ῐα) ὁ
1 крик, вопль, оплакивание (νεκρῶν Eur.);
2 гимн в честь Иакха (Вакха) (ὁ μυστικὸς ἴ. Her.).
Mantoulidis Etymological
(=ὄνομα τοῦ Βάκχου). Ἀπό τό ἰάχω (=κραυγάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.